Skip to main content

Περί Ινδοευρωπαίων και Ελλήνων





Οι «Ινδοευρωπαίοι» ανήκουν σε εκείνους τους πολεμικούς νομαδικούς λαούς της στέπας, που επηρέασαν αποφασιστικά την πορεία όσων αγροτικών πολιτισμών ζούσαν στα σύνορά τους, εξορμώντας κάθε τόσο από τα βοσκοτόπια τους και κατακτώντας τους αγροτικούς πολιτισμούς της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Αντίθετα με τους γεωργούς, που το βλέμμα τους είναι πάντα προσηλωμένο σ’ ένα κοντινό στόχο, το χωράφι τους, οι λαοί αυτοί στρέφουν συνήθως τη ματιά τους στον μακρινό ορίζοντα της στέπας. Είναι κινητικοί, σκέφτονται με βάση μακρόπνοα στρατηγικά σχέδια και γι’ αυτό κατάφεραν συχνά να συντρίψουν την άμυνα εδραίων αντιπάλων τους χάρη στη στρατηγική ιδιοφυΐα τους. Αλλά δεν υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητας ούτε ένα παράδειγμα ποιμενικού κράτους που να προέκυψε έπειτα από τέτοιες κατακτητικές εκστρατείες. Τα βασίλεια των Ούννων και των Μογγόλων κατέρρευσαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Οι Υξώς, οι πολεμικοί νομάδες που κατέλυσαν το κράτος της 14ης δυναστείας στην Αίγυπτο, κρατήθηκαν στην εξουσία μόνο 100 χρόνια, και αυτά μάλιστα επειδή σε μεγάλο βαθμό ενσωματώθηκαν στην οικονομία των Αιγυπτίων. Και οι Έλληνες επιβίωσαν μόνο επειδή προσαρμόστηκαν στην οικονομία των αγροτικών λαών που κατέκτησαν, υιοθέτησαν τις μορφές παραγωγής τους και αφομοίωσαν τον πολιτισμό τους. Πουθενά στον κόσμο οι Ινδοευρωπαίοι δεν ίδρυσαν ένα δικό τους, πρωτογενή πολιτισμό. Όλοι οι «ινδοευρωπαϊκοί» πολιτισμοί βασίζονται σε μια στρατιωτική κατάκτηση, που την ακολουθούσε ένας πολιτισμικός εγκλιματισμός τόσο εκτεταμένος ώστε, όταν οι κατακτητές πέρασαν στην εδραία ζωή, απόμειναν περισσότερα στοιχεία από την κουλτούρα των κατακτημένων παρά από τη δική τους. Πάντοτε και παντού οι ποιμενικοί πολιτισμοί κατόρθωσαν να διατηρηθούν μόνο όταν υιοθετούσαν τον τρόπο παραγωγής των κατεκτημένων: τη γεωργία. Αυτό έγινε και στην Ελλάδα.

Η κοιτίδα των «ινδοευρωπαϊκών» φυλών ανάμεσα στη λίμνη Αράλη και την οροσειρά του Ινδουκούς, στη σημερινή στέπα της Κιργισίας, που βρίσκεται στο δυτικό Καζακστάν. Γύρω στα μέσα της 3ης προχριστιανικής χιλιετηρίδας, οι λαοί αυτοί άρχισαν να μετακινούνται σε εφτά μεγάλα ρεύματα προς τα ανατολικά, τα δυτικά και τα νότια. Προς τα ανατολικά, προς την Κίνα, μετανάστευσαν οι Τόχαροι. Προς τα νότια οι Ιρανοί, οι Μήδοι, οι Μιτάννι, οι Σάκκες και οι Αρμένιοι. Προς τα δυτικά, δηλαδή προς την ανατολική, κεντρική, βόρεια και δυτική Ευρώπη, μετανάστευσαν οι Σλάβοι, οι Βάλτες, οι Κέλτες και οι Γερμανοί. Προς τα νοτιοδυτικά, δηλαδή προς την Πρόσω Ασία, μετακινήθηκαν οι Κιμμέριοι, οι Αλβανοί, οι Θράκες και οι Έλληνες. Προς την Ιταλία πορεύτηκαν οι Ιλλύριοι, οι Βενέτιοι και οι Ιταλοί. Οι λαοί της θάλασσας, οι Σέδροι και οι Φιλισταίοι πέρασαν από την Ελλάδα, την Κρήτη και την Κύπρο και επέπλευσαν προς την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους λαούς αποτελούνταν από νομάδες βοσκούς, που είχαν πατριαρχική οργάνωση. Μερικοί όμως (ανάμεσα τους το ελληνικό φύλο των Δωριέων) βρισκόταν ακόμα στη βαθμίδα του «μητρικού δικαίου» , ενώ οι άλλοι ήταν στο μεταίχμιο ανάμεσα στο «μητρικό δίκαιο» και το «πατρικό δίκαιο». Όμως όλα αυτά τα φύλα ήταν ακόμα ήταν ακόμη οργανωμένα κατά γένη και, την εποχή της εισβολής τους στην Ευρώπη, δεν γνώριζαν ακόμα την ατομική ιδιοκτησία. Ωστόσο, σε μερικά φύλα είχε ήδη αρχίσει να παγιώνεται η ατομική ιδιοκτησία των ζώων. Οι λαοί αυτοί εκτρέφανε βόδια, πρόβατα, κατσίκες και γουρούνια, ενώ τα φύλα που μετανάστευσαν στην Ευρώπη αργότερα διατηρούσαν κιόλας άλογα. Οι λαοί που αποτέλεσαν το πρώτο μεταναστευτικό κύμα ήταν εξοπλισμένοι με πέτρινα πελέκια και βέλη που είχαν πέτρινες αιχμές. Τα κεραμικά τεχνουργήματα τους χαρακτηρίζονταν από διακοσμητικά σχέδια που χαράζονταν με την πίεση ενός σκοινιού πάνω στον υγρό πηλό. Η μυθολογία και το τελετουργικό μερικών από αυτούς τους λαούς βασιζόταν ακόμα στη μητριαρχική λατρεία μια σεληνιακής θεάς με το γιο της, ενώ άλλοι είχαν ήδη προχωρήσει στην αντιστροφή αυτής της λατρείας: την λατρεία ενός σεληνιακού θεού με την κόρη του (πατέρας ο φωτεινός ουρανός και κόρη του η αυγή).

Δεν πρέπει να φανταστούμε αυτούς τους λαούς ούτε ως άποικους ούτε ως οργανωμένους στρατούς. Ήταν μάλλον ορδές από άνδρες που –συχνά χωρίς γυναίκες της φυλής τους, αρχικά πεζή, αργότερα έφιπποι, στην περίπτωση μάλιστα των λαών της θάλασσας με αυτοσχέδια πλοία- γύρευαν λεία και είχαν βάλει στο μάτι τα πλεονάσματα των υψηλών πολιτισμών που στηρίζονταν στη γεωργία. Έψαχναν για κτήνη, γυναίκες, δούλους, αλλά και για χρυσάφι, ασήμι, μπρούντζο, στολίδια και όπλα. Η μετανάστευση τους ήταν αποτέλεσμα της νεολιθικής επανάστασης, γιατί αυτοί οι πειρατές της θάλασσας και της στεριάς μπορούσαν να τραφούν μόνο εκεί που υπήρχε πλεόνασμα. Στη μεσολιθική εποχή μια τέτοια μετανάστευση των λαών δε θα ήταν μόνο παράλογη, αλλά θα ήταν κυριολεκτικά επιχείρηση αυτοκτονίας, γιατί οι τροφοσυλλέκτες, οι κυνηγοί, οι ψαράδες και οι πρώιμοι γεωργοί δεν είχαν καλά- καλά ούτε όσα χρειάζονταν για να συντηρηθούν οι ίδιοι. Ο μακρινός απόηχος της κολοσσιαίας οικονομικής προόδου που άρχισε με την άρδευση, την αποθεματική οικονομία και τον καινούργιο πολιτισμό των πόλεων, έκανε αυτούς τους νομαδικούς λαούς της Ασίας να πάρουν τα κοπάδια και τα όπλα τους και να ξεκινήσουν να κατακτήσουν τον κόσμο.

Ένας σημαντικός αριθμός αστών προϊστοριοδιφών –ανάμεσα τους μερικοί από τους πιο διαπρεπείς, που ακόμα και ο πιο  κακόπιστος δε θα τους χαρακτήριζε ως προδρόμους των απολογητών του Γ΄ Ράιχ- υποστήριξαν την άποψη ότι οι Ινδοευρωπαίοι είχαν τόση «επιτυχία» επειδή από τη φύση τους ήταν ανώτερος λαός –λιγότερο «μαλθακός» από τους μητριαρχικούς λαούς, λιγότερο έκδοτος στη χλιδή από  όσο οι Χαμιτοσημίτες, γενναιότερος και πειθαρχικότερος από τους «Ασιάτες»- με λίγα λόγια: σωστοί άνδρες. Αυτά τα επαινετικά λόγια περιγράφουν με πλουμιστό τρόπο ορισμένες καταστάσεις που υπήρχαν πραγματικά˙ αλλά δεν εξηγούν τίποτα, γιατί δεν διαφωτίζουν καθόλου τα αίτια της φυλετικής δομής των Ινδοευρωπαίων, ή τουλάχιστον των Ελλήνων.

Η ουσία της «ιδιαιτερότητας» των Ινδοευρωπαίων βρισκόταν στο γεγονός ότι η εξέλιξή τους ως ομοφυλίας και η οικονομική της βάση ήταν ολότελα διαφορετικές από όσο στα γένη και τις φυλές με τις οποίες ασχοληθήκαμε εδώ. Οι βιοτικές συνθήκες στη στέπα της Κιργισίας απαιτούσαν άλλες μεθόδους προσαρμογής από ότι στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και στο μεγαλύτερο μέρος της Πρώσο Ασίας. Σε αυτή τη στέπα, με την πλούσια πανίδα και τη φτωχή χλωρίδα, το στάδιο της καθαρής τροφοσυλλογής διάρκεσε πολύ λιγότερο, έδινε στη γυναίκα πολύ μικρότερο ρόλο στον προσπορισμό της τροφής, απαιτούσε πολύ γρηγορότερη ειδίκευση στο κυνήγι. Έτσι έδωσε στον άνδρα από πιο νωρίς ισχυρότερη θέση μέσα στο γένος, τον ανάγκασε πολύ νωρίτερα από όσο σε άλλα μέρη του κόσμου, όπου οι γυναίκες είχαν ανακαλύψει στο μεταξύ την καλλιέργεια της γης με τη σκαπάνη, να εξημερώσει τα ζώα που κυνηγούσε, και έτσι οδήγησε κατευθείαν από το νομαδικό κυνηγετικό στάδιο στο στάδιο της νομαδικής κτηνοτροφίας, χωρίς να μεσολαβήσει η συνηθισμένη φάση της γεωργίας. 


[…]


Ένα πάντως είναι βέβαιο και εδώ: οι Έλληνες δεν ήταν ούτε οι μόνοι ούτε οι πρώτοι Ινδοευρωπαίοι που μετανάστευσαν στην Βαλκανική χερσόνησο και ανακατεύτηκαν με τους ντόπιους γεωργικούς λαούς. Έχει αποδειχτεί ότι πολλές από τις φυλές που ως πριν από λίγο καιρό θεωρούσαμε «αυτόχθονες» κάτοικους της Ελλάδας ήταν είτε η εμπροσθοφυλακή της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής μετανάστευσης είτε λαοί που είχαν ήδη έρθει σε επιμιξία με τους μητριστικά οργανωμένους «ιθαγενείς» κατοίκους της χώρας. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν σε μεγάλο βαθμό χαμιτοσημιτικής καταγωγής. Επομένως, ο πολιτισμός των Ελλήνων δεν είναι καθόλου ινδοευρωπαϊκός, παρά ένας μεσογειακός πολιτισμός ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής, πάνω από τον οποίο σχηματίστηκε μια λεπτή ινδοευρωπαϊκή επίστρωση. Σ’ αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί τόσο το αρχαιολογικό όσο και το γλωσσολογικό υλικό. Ήδη το 1896 ο Γερμανός γλωσσολόγος P.Kretschmer διαπίστωσε ότι υπάρχει στην ελληνική γλώσσα ένα πλήθος λέξεων που καταλήγουν σε -νθός και -σ(σ)ος, όπως π.χ. Κόρινθος, υάκινθος, λαβύρινθος, κυπάρισσος, νάρκισσος. Τόσο οι καταλήξεις όσο και τα θέματα αυτών των λέξεων λείπουν από άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και δεν εξηγούνται με βάση το πρωτογενές λεξιλόγιο της ελληνικής. Ο Kretschmer επισημαίνει ότι, αντίθετα, πολλά τοπωνύμια με τις ίδιες ρίζες και παρόμοιες καταλήξεις εμφανίζονται στη Μικρά Ασία, και γι’ αυτό πρέπει να υποθέσουμε ότι στη σημερινή Ελλάδα έζησε κάποτε ένας λαός που είχε μεταναστεύσει από τη Μικρά Ασία και δεν άνηκε στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. 

Ernest Borneman, Η Πατριαρχία (Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος

Comments

Popular posts from this blog

Πέντε θέσεις για τις συνέπειες της σεξουαλικής ηθικής

Πρώτο : Η απώθηση της γεννητικής σεξουαλικότητας δημιουργεί πιστούς στην εξουσία, υποτελείς χαρακτήρες και εγγυάται έτσι τη διατήρηση των κοινωνικών συνθηκών, των δομών εξουσίας και των συνθηκών παραγωγής που επικρατούν. Ο αυταρχικά διαμορφωμένος χαρακτήρας υποτάσσεται σε αυτές –αν και συχνά απρόθυμα –και εκπληρώνει μέσα σε αυτές τις συνθήκες λειτουργίες που διατηρούν το σύστημα. Δεύτερο : Η αρνητική απέναντι στη σεξουαλικότητα ψυχική δομή δημιουργεί προδιάθεση για αλλοτριωμένη εργασία. Χωρίς αλλοτριωμένη εργασία θα κατέρρεε το οικονομικό σύστημα της παραγωγής προϊόντων που βασίζεται στη μεγιστοποίηση της παραγωγής και στην επίτευξη κέρδους. Η θετική στάση απέναντι στη σεξουαλικότητα και η αλλοτριωμένη εργασία αποκλείονται αμοιβαία όπως η σεξουαλική απώθηση και η δημιουργική, ΑΤΟΜΙΚΑ οριζόμενη εργασία. Τρίτο : Η σεξουαλική καταπίεση μειώνει την ικανότητα για κριτική και κάνει δυνατή την ιδεολογικοποίηση της συνείδησης με περιεχόμενα που είναι αντίθετα στα πραγματικά συμφ

Ο Γάμος στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία

Το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν ταξικό δίκαιο. Ο φοιτητής της νομικής που μαθαίνει ότι στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν τέσσερις διαφορετικές μορφές γάμου, τα χάνει με αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο, ώσπου να ανακαλύψει – πράγμα όμως που δεν αναφέρεται σε κανένα αστικό εγχειρίδιο για το ρωμαϊκό δίκαιο – ότι καθεμιά από αυτές τις τέσσερις μορφές ήταν ένα σύνολο από γαμήλια έθιμα που γ εννήθηκαν μέσα σε μια ορισμένη τάξη, υιοθετήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων από άλλες τάξεις και έτσι συγκαλύφθηκε η ταξική τους προέλευση.   Ως τον 5ο αιώνα π.Χ., ο γάμος στη Ρώμη ήταν έγκυρος μόνο αν γινόταν ανάμεσα σε μέλη της άρχουσας τάξης. Για ένα πατρίκιο, οι γάμοι με μέλη κατώτερων τάξεων ήταν κάτι αδιανόητο, γιατί οι τάξεις αυτές δεν εκπλήρωναν καμία από τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις: να έχουν γη, γενεαλογικό δένδρο και προστάτιδα θεότητα. Αυτό απέκλειε το γάμο από έρωτα, και μάλιστα όχι μόνο ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους, αλλά και ανάμεσα σε μέλη της ίδιας της πατρικιακής τάξης. Γιατί, σύμφωνα με την πα

Συνέντευξη του Ernest Borneman η οποία δημοσιεύτηκε το 1979 στο τεύχος 19 του περιοδικού Vorgänge [pdf]

Με τις ερωτήσεις που απάντησα σε εκείνη την συνέντευξη θα τελειώσω αυτή την αναδρομή στα χρόνια που πέρασαν από την πρώτη έκδοση της Πατριαρχίας. Ernest Borneman Το pdf είναι στο παρακάτω link: Συνέντευξη