Το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν ταξικό δίκαιο. Ο φοιτητής της νομικής που μαθαίνει ότι στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν τέσσερις διαφορετικές μορφές γάμου, τα χάνει με αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο, ώσπου να ανακαλύψει – πράγμα όμως που δεν αναφέρεται σε κανένα αστικό εγχειρίδιο για το ρωμαϊκό δίκαιο – ότι καθεμιά από αυτές τις τέσσερις μορφές ήταν ένα σύνολο από γαμήλια έθιμα που γεννήθηκαν μέσα σε μια ορισμένη τάξη, υιοθετήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων από άλλες τάξεις και έτσι συγκαλύφθηκε η ταξική τους προέλευση.
Ως τον 5ο αιώνα π.Χ., ο γάμος στη Ρώμη ήταν έγκυρος μόνο αν γινόταν ανάμεσα σε μέλη της άρχουσας τάξης. Για ένα πατρίκιο, οι γάμοι με μέλη κατώτερων τάξεων ήταν κάτι αδιανόητο, γιατί οι τάξεις αυτές δεν εκπλήρωναν καμία από τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις: να έχουν γη, γενεαλογικό δένδρο και προστάτιδα θεότητα. Αυτό απέκλειε το γάμο από έρωτα, και μάλιστα όχι μόνο ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους, αλλά και ανάμεσα σε μέλη της ίδιας της πατρικιακής τάξης. Γιατί, σύμφωνα με την πατρικιακή λογική, ένας άνδρας που ήθελε να παντρευτεί μια γυναίκα από σεξουαλικά κίνητρα δεν ήταν καλύτερος από ένα ζώο: μόνο τα ζώα ζευγαρώνουν υπακούοντας στο σεξουαλικό ένστικτο. Ο άνθρωπος, αντίθετα, γίνεται άνθρωπος μόνο όταν αρνείται να εμπιστευτεί μια τόσο σημαντική υπόθεση στην εφήμερη επίδραση των αισθήσεων. Ο ευγενής είχε καθήκον να κατανικήσει το ερωτικό πάθος, αν αυτό έστεκε εμπόδιο για το γάμο, όπως έκανε ο Αινείας, όταν υπάκουσε στην απόφαση της οικογένειας του και χώρισε από τη Διδώ.
Ενώ εμείς σήμερα θεωρούμε ότι τα οικονομικά κίνητρα σπιλώνουν την αγνότητα ενός γάμου, η λογική των Ρωμαίων πατρικίων ήταν ακριβώς η αντίθετη: Μόνο όποιος είχε περιουσία ήταν άνθρωπος. Και όποιος παντρευόταν μόνο για περιουσιακούς λόγους απόδειχνε τα ευγενή του κίνητρα. Αυτή η πεποίθηση εξηγείται, αν θυμηθούμε ότι η πατρικιακή τάξη, στις πρώτες φάσεις τις βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το μητρικό δίκαιο, που όπως ήταν γνωστό αγνοούσε την ατομική ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία λοιπόν ήταν το σημαντικότερο, όπλο πατρικίων, των ανδρών εκείνων «που γνώριζαν τους πατέρες τους», εκείνων δηλαδή που δεν είλκαν πια την καταγωγή τους από τη μητέρα τους, παρά από τον πατέρα.
Στην ιδιοκτησία του πατρικίου ανήκαν και ορισμένες θεότητες, που χρησίμευαν ως εργαλεία της πατρικιακής τάξης στον αγώνα εναντίον των πληβείων και του μητρικού δικαίου. Μία από αυτές τις θεότητες ήταν η Pudicitia Patricia, η θεά της πατρικιακής αγνότητας, που χωρίς την ευλογία της κανένας γάμος δεν ήταν έγκυρος. Σύμφωνα όμως με τη ρωμαική παράδοση, συνέβη κάποτε το εξής: Η Βιργινία, η κόρη ενός πατρίκιου, εξέφρασε την παράλογη επιθυμία να παντρευτεί ένα πληβείο.
Ένας τέτοιος δεσμός δεν μπορούσε βέβαια να απαγορευτεί, μπορούσε όμως να κηρυχτεί άκυρος, γιατί η θεά της πατρικιακής αγνότητας ευλογούσε μόνο πατρικίους και ενέκρινε μόνο τους γάμους που γίνονταν ανάμεσα τους. Η απάντηση της Βιργινίας άλλαξε το ρου της ιστορίας: η νέα σκάρωσε μια Pudicitia Plebeja, μια θεά της πληβειακής αγνότητας, της έχτισε ένα ναό και την έβαλε να νομιμοποιήσει το γάμο της.
Η δωδεκάδελτος (η οποία μαζί με τον Ακουίλιο νόμο, υπήρξαν από τους σημαντικότερους νόμους της δημοκρατικής περιόδου της ρωμαϊκής δημοκρατίας), των ετών 452 έως 449 π.Χ. προσπάθησε να θεσπίσει την τυπική απαγόρευση του γάμου ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους, αλλά καταργήθηκε έπειτα από λίγα χρόνια, γιατί ένας από τους νομοθέτες ο ίδιος ερωτεύθηκε μια νεαρή πληβεία και ήθελε να την κάνει ερωμένη του. Η νέα αυτή ήταν κόρη ενός αξιωματικού και ήταν αρραβωνιασμένη με ένα δήμαρχο. Ο πατέρας, για να σώσει την «οικογενειακή τιμή», μαχαίρωσε την κοπέλα στην αγορά. Το γεγονός αυτό προκάλεσε στρατιωτική εξέγερση, που ανάγκασε τους πατρικίους να επιτρέψουν τους γάμους των γιών τους με κόρες πληβείων (όχι όμως τους γάμους ανάμεσα σε πατρίκιες και πληβείους).
Η πεμπτουσία του πατρικιακού γάμου ήταν η εισδοχή της γυναίκας στο σπίτι του συζύγου και η υποταγή της στους οικιακούς θεούς του τελευταίου. Στην τελετή αυτή, ο πατρίκιος ένιωθε σαν ιερέας και άπλωνε επιβλητικά και συγκαταβατικά το χέρι του (manus) στη σύζυγό του: από εκείνη τη στιγμή η γυναίκα άνηκε στο γένος του (gens) και στους θεούς του. Ο ρόλος που έπαιζε το χέρι σ’ αυτή την επίσημη τελετή προκύπτει και από την έκφραση manus mancipiumque, που δήλωνε την κηδεμονία της γυναίκας από τον πατέρα της και το σύζυγό της. Με αυτή τη γαμήλια πράξη η γυναίκα περιερχόταν ολοκληρωτικά στην οικογενειακή εξουσία, στη manus, του άνδρα της και γινόταν υποχείριό του. Με την τελετή αυτή η Ρωμαίοι πατρίκιοι διαδήλωναν από γενιά σε γενιά το θρίαμβο του άνδρα πάνω στη γυναίκα, του πατρικού δικαίου πάνω στο μητρικό δίκαιο.
Οι πατρίκιοι γιόρταζαν αυτή τη νίκη με μια γαμήλια τελετή που λεγόταν confarreation. Στην τελετή αυτή έπρεπε να παρευρίσκονται οι ανώτεροι λειτουργοί –ο μέγιστος ποντίφικας και ο αρχιερέας του Δία--, καθώς επίσης και δέκα μέλη της παλιάς κοινωνίας του γένους, ως αντιπρόσωποι των δέκα κουριών. Μόνο πατρίκιοι και πατρίκιες είχαν το δικαίωμα να τελούν τέτοιο γάμο, γιατί σ΄ αυτή τη μορφή ένωσης ο σύζυγος αποκτούσε απεριόριστη εξουσία πάνω στη γυναίκα του, που, όπως στους Γερμανούς θεωρούνταν στοιχείο του εμπράγματου δικαίου, δηλαδή στοιχείο της προσωπικής περιουσίας του συζύγου. Όλες οι άλλες μορφές γάμου θεωρούνταν επί αιώνες παράνομες στα μάτια των πατρικίων.
Παρ’ όλ’ αυτά (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό το λόγο) μερικοί πατρίκιοι (και προπάντων οι μέλλουσες σύζυγοί τους) προτιμούσαν να μην δεσμευτούν τόσο οριστικά και αμετάκλητα. Παντρεύονταν λοιπόν με μια τελετή που προερχόταν από τη μεσαία τάξη. Η τελετή αυτή λεγόταν coemption («γάμος δι’ ωνής», «συναγορά») και, σε αντίθεση με την confarreatio, δεν είχε θρησκευτικό, αλλά κοσμικό χαρακτήρα: ο πατέρας της νύφης πουλούσε συμβολικά την κόρη του στο γαμπρό, μπροστά σε πέντε μάρτυρες και στο «ζυγοκράτορα» (που η μορφή του έφτασε ως εμάς στο πρόσωπο της Δικαιοσύνης με τη ζυγαριά στο χέρι). Ο πατέρας εισέπραττε ένα συμβολικό αντίτιμο για την κόρη του, το nummo uno. Αυτή πάλι έδινε στο μέλλοντα σύζυγό της, ως σύμβολο της προίκας της, τρία ασσάρια: το πρώτο ως αμοιβή για το γαμπρό, το δεύτερο ως θυσία στους οικιακούς θεούς του και το τρίτο ως «εισιτήριο» για να μπει στο σπίτι του. Ο γαμπρός έπρεπε να την ρωτήσει αν ήθελε να γίνει materfamilias. Αν αυτή απαντούσε καταφατικά, ο γάμος είχε ήδη τελεστή.
Στην κλασική εποχή, αυτή η μορφή γάμου παράκμασε και εξαφανίστηκε ολότελα γύρω στα τέλη της περιόδου. Στο μεταξύ όμως είχε διαδοθεί ανάμεσα στους πληβείους μια τρίτη μορφή γάμου, που είχε προέλθει από το εθιμικό δίκαιο (usus): αν ένας άνδρας και μια γυναίκα είχαν συ ζήσει επί ένα χρόνο θεωρούνταν παντρεμένοι. Για να γίνει αυτός ο ελαστικός δεσμός ακόμα ελαστικότερος, υπήρχε ο κανόνας ότι ο γάμος δεν θεωρούνταν τελεσμένος σε περίπτωση που η γυναίκα είχε λείψει τρεις φορές από το σπίτι του άνδρα. Αυτό επέτρεπε και στους δύο συντρόφους να αποφύγουν τα δεσμά του γάμου, στην περίπτωση που είχαν μεν ζήσει μαζί ένα χρόνο, αλλά έπειτα ήθελαν να πάρει ο καθένας το δικό του δρόμο. Στα τέλη της προκλασικής περιόδου (δηλαδή τον 5ο αιώνα π.Χ.) είχε γίνει πια σπάνια.
Και οι τρεις παραπάνω μορφές γάμου είχαν για κοινό τους γνώρισμα ότι η γυναίκα περιερχόταν στην εξουσία (manus) του άνδρα. Μόλις στα κλασικά χρόνια άρχισε να επικρατεί ο «αντιεξουσιαστικός γάμος» (sine manu, «χωρίς χειραγώγηση»), που όμως δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου χειραφετητικού κινήματος, αλλά συνέπεια της παρακμής όλων των νόμων. Αυτό που μερικοί ιστορικοί χαρακτήρισαν ως απελευθέρωση της γυναίκας, ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις, κάτι εντελώς διαφορετικό: η απροθυμία του πατέρα να παραδώσει τα περιουσιακά στοιχεία της κόρης στο σύζυγο της. Σ’ αυτή τη δήθεν «φιλελεύθερη» μορφή γάμου, όπου η γυναίκα δεν θεωρούνταν πια materfamilias (μητέρα της οικογένειας), αλλά uxor (σύζυγος), ο σύζυγος έπαιρνε την προίκα – και αυτή με ορισμένους περιορισμούς. Αν πέθαινε ο πατέρας της συζύγου (που σ΄ αυτή τη μορφή γάμου έμενε κηδεμόνας της ως το θάνατο του), η σύζυγος γινόταν sui juris (αυτεξούσια) και μπορούσε πια να διαφεντεύει την περιουσία της με τη βοήθεια ενός διαχειριστή, που μπορούσε να τον απολύσει αμέσως αν αυτός δεν συμμορφωνόταν με τις επιθυμίες της. Αν η σύζυγος πέθαινε πριν από τον πατέρα της, η περιουσία της δεν περιερχόταν στον άνδρα της, αλλά επιστρεφόταν στον πατέρα της.
Η πατριαρχία λοιπόν είχε τους λόγους της που δέχτηκε αυτή τη «φιλελεύθερη» μορφή γάμου.
Κλείνοντας, είναι θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε μια φράση του Τάκιτου (ιστορικού και γερουσιαστή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας )(Ιστ. I,6), η οποία συνοψίζει σχεδόν απόλυτα την τότε κατάσταση : «Ο γνήσιος Ρωμαίος παντρευόταν χωρίς να αγαπά και ζούσε χωρίς αβροφροσύνη και σεβασμό». Αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός πατριαρχικού συστήματος που είχε παλέψει με όλη του τη δύναμη εναντίον της πάντα ζωντανής κληρονομιάς του μητρικού δικαίου. Γιατί μόνο εκεί που υπάρχει ισότητα ανάμεσα στα φύλα μπορεί να υπάρξει και αγάπη.
Βιβλιογραφία:
- Myres, J. L., History of Rome, Λονδίνο,1902
- Berger, A., Encyclopedic Dictionary of Roman Law, Φιλαδέλφεια, 1953
- Baldson, J. P. V. D., Roman women, their History and Habits, Λονδίνο, 1962
- Williams, C. W., «Some aspects of Roman Marriage Ceremonies and Ideals», 1958
- Corbett, P. R., The Roman Law of Marriage, Οξφόρδη, 1969
- Ernest Borneman, Η Πατριαρχία (Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος), μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, α’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001
Comments
Post a Comment