Skip to main content

Η πρώτη προσπάθεια της πατριαρχίας για κυριαρχία: Ο πρώτος μεσαίωνας της ανθρωπότητας (Μέρος δεύτερο)





Οι περισσότεροι αστοί ιστορικοί, με τη γνωστή λογική ότι τα σημαντικά γεγονότα είναι πάντα αποτελέσματα πολέμων, διατύπωσαν την υπόθεση ότι οι «κατώτερες», ίσως «μη ελληνικές» ή «μη ινδοευρωπαϊκές» φυλές κατάκτησαν την Ελλάδα και την κράτησαν για αιώνες υπόδουλη. Αλλά το πρόβλημα ήταν ότι δεν θα μπορούσε να βρεθεί κανένα ίχνος από αυτό το λαό των κατακτητών και καταπιεστών. Σε ολόκληρα τα 450 χρόνια, στα οποία πραγματώθηκε η ολοκληρωτική παρακμή της Ελλάδας, δεν βρίσκουμε ίχνη κάποιας εκτεταμένης καταστροφής ούτε σημάδια κάποιου νέου «επικυρίαρχου» με νέου τύπου όπλα, εργαλεία, οικοδομήματα ή τάφους. Αλλά είναι αδιανόητο ότι μια βαρβαρική φυλή κράτησε ολόκληρη την Ελλάδα υπόδουλη για 400 ως 500 χρόνια και την έκανε να κατρακυλήσει στο τελευταίο σκαλοπάτι της βαρβαρότητας, χωρίς να μπορεί κανείς να βρει πουθενά το πραγματικό ίχνος μιας τέτοιας κατοχής.

Έπειτα από αυτό, οι αστοί ιστορικοί υπέθεσαν ότι έγινε εισβολή από τη θάλασσα. Την απουσία κάθε ίχνους τέτοιας εισβολής την εξηγούσαν λέγοντας ότι ο εχθρός έφυγε πάλι με τα πλοία. Αλλά η παρακμή της ελληνικής οικονομίας δεν περιορίζεται καθόλου στις παράκτιες περιοχές, παρά φτάνει ως την καρδιά της ενδοχώρας, όπου είναι αδύνατο να απλώθηκε ο αντίκτυπος από μια απόβαση.
Στη συνέχεια, επινοήθηκε η θεωρία ότι έγινε μια φυσική καταστροφή που ξανάριξε την Ελλάδα τέσσερις πέντε αιώνες πιο πίσω στο παρελθόν. Αλλά μια καταστροφή με τέτοια έκταση θα είχε αγγίξει και τους άλλους πολιτισμούς της Μεσογείου που γνώριζαν τη γραφή. Δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι έγινε χωρίς να την αντιληφθούν οι Αιγύπτιοι, οι Χετταίοι, οι Φοίνικες και χωρίς να την αναφέρουν.

Τέλος, διατυπώθηκε η άποψη ότι οι γηγενείς γεωργικές φυλές ξεσηκώθηκαν εναντίων των Ελλήνων επικυρίαρχών τους, αλλά και αυτή η θέση ναυάγησε, γιατί δεν ανακαλύφθηκε κανένα ίχνος από επιτυχίες μιας τέτοιας επανάστασης. Όλες αυτές οι εκδοχές λοιπόν είναι αστήριχτες. Οι πραγματικές αιτίες είναι εντελώς διαφορετικές.

Ένας από τους κύριους πρόξενους της παρακμής ήταν η δυσκολία να εξαναγκαστούν τα μέλη μια ελεύθερης γενοταγούς κοινωνίας να εκτελούν ανελεύθερη εργασία. Δεν υπήρχαν αρκετοί Έλληνες για να τους κάνουν δούλους. Για την ακρίβεια, μόνο σε ορισμένες περιοχές, όπου οι Έλληνες διατηρούσαν μόνιμα μια ένοπλη δύναμη, μπορούσε να επιβληθεί στους ιθαγενείς γεωργούς η καταναγκαστική εργασία. Με το χαρακτηριστικό αδούλωτο πνεύμα, που θα παρατηρήσουμε χιλιάδες χρόνια αργότερα σε λαούς με παραπλήσια κοινωνική και οικονομική οργάνωση (τους Ερυθρόδερμους της Αμερικής), οι γηγενείς προτιμούσαν να ξεκληριστούν παρά να δουλέψουν κάτω από εξευτελιστικές συνθήκες για τον κατακτητή. Έτσι άρχισε η ραγδαία μείωση του πληθυσμού, που οι αστοί ιστορικοί δεν μπορούν να εξηγήσουν, γιατί η συμπεριφορά των μελών μιας ελεύθερης κοινωνίας του γένους τους φαίνεται τόσο παράλογη ώστε να την θεωρούν αδύνατη. Αν ο Morgan δεν μας είχε δείξει τόσο καθαρά την εκπληκτική οργανωτική ομοιότητα ανάμεσα στην αρχαία και την «ινδιάνικη» κοινωνία, και αν δεν είχαμε ζήσει στη δική μας ιστορική περίοδο τον εκούσιο αποδεκατισμό των Ινδιάνων, η εξήγηση της Ελλάδος στη μεταμυκηναϊκή περίοδο δεν θα ήταν τόσο πειστική.

Όπως παρατήρησε το 1767 ο Linguet στο βιβλίο του Theorie dew lois civiles, «μόνο σε μια σχετικά ανεπτυγμένη κοινωνία ο πεινασμένος φτωχός θεωρεί όλα τα είδη διατροφής ικανοποιητικό αντιστάθμισμα για την ανελευθερία του. Αλλά σε μια κοινωνία που βρίσκεται στο ξεκίνημα της εξέλιξης της, αυτή η άνιση ανταλλαγή θα φαινόταν φριχτή στον  ελεύθερο άνθρωπο». Αυτό είναι ευνόητο, αλλά και η ιδέα ότι οι γυναίκες έκαναν για αιώνες «απεργία γεννήσεων» δεν πρέπει να απορριφθεί αβασάνιστα. Οπωσδήποτε η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη είναι κάτι περισσότερο από προϊόν φαντασίας. Ανάμεσα στους στίχους της κωμωδίας φτερουγίζει ο απόηχος μιας τραυματικής θύμησης. Τέτοιες σιωπηρές εξεγέρσεις με τα μοναδικά όπλα που είχαν απομείνει στις γυναίκες πρέπει να ξέσπασαν περισσότερες από μια φορές εκείνη την περίοδο.
Η τρίτη αιτία ήταν καθαρά οικονομική. Οι Έλληνες είχαν συνηθίσει στα ανεξάντλητα βοσκοτόπια των στεπών. Ολόκληρες γενιές νομάδων βοσκών είχαν μάθει ότι δεν είχαν παρά να τραβήξουν με το κοπάδι τους πιο πέρα, όταν ένας βοσκότοπος είχε αποψιλωθεί. Όταν ήρθαν στη μικρή Ελλάδα, που από παντού την έζωναν θάλασσες και βουνά, που την έσκιζαν κόλποι, χαράδρες και απότομες βουνοπλαγιές, άργησαν να καταλάβουν ότι, με το να επιτρέπουν στα ζώα τους να ξεγυμνώνουν όσες εκτάσεις έβρισκαν μπροστά τους, δεν κατάστρεφαν μόνο τη γη αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους. Ακόμα και όταν, με μεγάλη καθυστέρηση, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το κομμάτι της συστηματικής καλλιέργειας δημητριακών στη Θεσσαλία, την Αττική και την Αργολίδα, αποδείχτηκε ότι πήραν λάθος δρόμο. Όσο ακατάλληλη ήταν η Ελλάδα για βοσκοτόπια, άλλο τόσο ακατάλληλη ήταν και για σιτοβολώνας. Η μοναδική λύση, δηλαδή να καλλιεργούν ότι ευδοκιμούσε εκεί καλύτερα από αλλού και να το ανταλλάζουν με αυτό που δεν τους συνέφερε να καλλιεργήσουν, ανακαλύφτηκε την τελευταία στιγμή: λίγα χρόνια πριν από τον ολοκληρωτικό αφανισμό του πληθυσμού.

Από μερικές απόψεις, οι οικονομικές και πολιτισμικές συνέπειες που είχε η εισβολή των Ελλήνων στη Βαλκανική χερσόνησο μπορούν να συγκριθούν με τις συνέπειες που είχαν οι εισβολείς άλλων έφιππων λαών της στέπας σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Γιατί οι Ούννοι, οι Άβαροι, οι Πετσενέγοι, οι Μαγυάροι και οι Μογγόλοι προξένησαν παντού στην Ευρώπη, όπου κατέλαβαν την εξουσία, μακραίωνη και ολέθρια αποδιάρθρωση της γεωργίας. Η αιτία που προκάλεσε το οικονομικό χάος στις κατεχόμενες περιοχές δεν ήταν τόσο η στρατιωτική ήττα, ούτε μόνο η απώλεια ανθρώπων, όσο η ανικανότητα αυτών των έφιππων λαών να τα βγάλουν πέρα με τη γεωργία στις κατεκτημένες περιοχές και να θρέψουν τους εαυτούς τους (για τους κατακτημένους λαούς ούτε λόγος). Αυτό ακριβώς, συνέβη στα Βαλκάνια, όταν οι Έλληνες προσπάθησαν να επιβάλλουν την πατριαρχική οργάνωση μιας κοινωνίας βοσκών σ’ αυτή τη χώρα, που ήταν σχεδόν ακατάλληλη για την κτηνοτροφία και ζούσε από μια μητριστικά οργανωμένη κοινωνία.

Η εξέλιξη της γεωργίας μας μαθαίνει ότι το πέρασμα από τη συλλογή φυτικής τροφής στην καλλιέργεια φυτικής τροφής και από την καλλιέργεια φυτικής τροφής στη μεθοδική, αρδευτική αγροκαλλιέργεια μπορεί να γίνει χωρίς μεγάλες αναστατώσεις. Επίσης και το πέρασμα από το κυνήγι στην εκτροφή ζώων γίνεται συνήθως χωρίς να προκληθούν σημαντικές διαταραχές στην οικονομία. Αλλά το πέρασμα από τη νομαδική κτηνοτροφία στην εδραία γεωργική ζωή είναι μια από τις πιο δύσκολες και επίπονες διαδικασίες προσαρμογής του ανθρώπου. Στους Έλληνες διάρκεσε σχεδόν 1200 χρόνια, από τα οποία η περίοδος ανάμεσα στον 13ο και τον 8ο αιώνα ήταν η δυσκολότερη. Οι δυσκολίες της προσαρμογής δεν προέρχονταν μόνο από την τεχνολογία της γεωργίας, αλλά κυρίως από το γεγονός ότι η ιστορική κυριαρχία του άνδρα στην κτηνοτροφία δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιστορικά αναγκαία προτεραιότητα της γυναίκας στη γεωργία. Ώσπου να μπορέσουν οι Έλληνες να εξαφανίσουν τα τελευταία υπολείμματα της γυναικείας κυριαρχίας στον τομέα της παραγωγής τροφίμων, πέρασαν περισσότεροι από πέντε αιώνες. Οι θυσίες που απαίτησε αυτή η διαδικασία, τόσο από τον ντόπιο πληθυσμό όσο και από τους Έλληνες μετανάστες, έμειναν ανεπανάληπτες στην ιστορία της Δύσης και στοιχειοθετούν μια αμείλικτη κατηγορία εναντίον του πατριαρχικού συστήματος, που ακόμα και τρεις χιλιάδες χρόνια αργότερα δεν είναι εύκολό να απαλειφθεί.

Οι Έλληνες άρχισαν να αναπτύσσουν μια βιώσιμη οικονομία μόνο όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν ούτε μόνο από την κτηνοτροφία ούτε από την καλλιέργεια δημητριακών, παρά μόνο από τις εξαγωγές ειδικών γεωργικών ειδών, καθώς και των προϊόντων μιας εξαγωγικής βιομηχανίας. Ούτε με τη νομαδική κτηνοτροφία, ούτε με την ημιεδραία αγροκαλλιέργεια, που δοκίμασαν να εφαρμόσουν οι Έλληνες στην πρώτη φάση της στροφής τους προς τη γεωργία μπορούσαν να συντηρηθούν. Η αλλοτοπική καλλιέργεια ανταποκρινόταν περισσότερο στο νομαδικό τρόπο ζωής τους και ήταν η απλούστερη μορφή καλλιέργειας του εδάφους που μπορούσε να μάθει ένας βοσκός. Είναι γνωστό ότι, συχνά, οι καλλιεργητές αυτού του είδους ζουν ακόμα ημινομαδική ζωή: κάθε χρόνο καλλιεργούν ένα καινούργιο χωράφι και μετά τη συγκομιδή μετακινούνται πιο πέρα. Αλλά οι γεωργοί που ασχολούνται με την οπωροκαλλιέργεια πρέπει να μείνουν πολλά χρόνια στο ίδιο μέρος, προτού μπορέσουν να δρέψουν τους πρώτους καρπούς της δουλειάς τους, Αυτή η προσαρμογή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τους Έλληνες, και οι τελευταίοι χρειάστηκαν ολόκληρους αιώνες για να συνηθίσουν σε μια οικονομία που τους ήταν ολότελα ξένη. Οι έντονες παραινέσεις που απευθύνει ο Ησίοδος γύρω στο 700 π.Χ. στους συμπατριώτες του να καλλιεργούν τη γη μας κάνουν να υποθέσουμε ότι ακόμα και σε εκείνη την όψιμη εποχή οι Έλληνες δεν πολυήξεραν πως να τα βγάλουν πέρα με τα προβλήματα μιας δραστηριότητας που εξακολουθούσε να τους είναι ξένη.

τέλος δεύτερου μέρους

Comments

Popular posts from this blog

Συνέντευξη του Ernest Borneman η οποία δημοσιεύτηκε το 1979 στο τεύχος 19 του περιοδικού Vorgänge [pdf]

Με τις ερωτήσεις που απάντησα σε εκείνη την συνέντευξη θα τελειώσω αυτή την αναδρομή στα χρόνια που πέρασαν από την πρώτη έκδοση της Πατριαρχίας. Ernest Borneman Το pdf είναι στο παρακάτω link: Συνέντευξη

Ο Γάμος στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία

Το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν ταξικό δίκαιο. Ο φοιτητής της νομικής που μαθαίνει ότι στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν τέσσερις διαφορετικές μορφές γάμου, τα χάνει με αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο, ώσπου να ανακαλύψει – πράγμα όμως που δεν αναφέρεται σε κανένα αστικό εγχειρίδιο για το ρωμαϊκό δίκαιο – ότι καθεμιά από αυτές τις τέσσερις μορφές ήταν ένα σύνολο από γαμήλια έθιμα που γ εννήθηκαν μέσα σε μια ορισμένη τάξη, υιοθετήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων από άλλες τάξεις και έτσι συγκαλύφθηκε η ταξική τους προέλευση.   Ως τον 5ο αιώνα π.Χ., ο γάμος στη Ρώμη ήταν έγκυρος μόνο αν γινόταν ανάμεσα σε μέλη της άρχουσας τάξης. Για ένα πατρίκιο, οι γάμοι με μέλη κατώτερων τάξεων ήταν κάτι αδιανόητο, γιατί οι τάξεις αυτές δεν εκπλήρωναν καμία από τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις: να έχουν γη, γενεαλογικό δένδρο και προστάτιδα θεότητα. Αυτό απέκλειε το γάμο από έρωτα, και μάλιστα όχι μόνο ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους, αλλά και ανάμεσα σε μέλη της ίδιας της πατρικιακής τάξης. Γιατί, σύμφωνα με τη...

Οικογένεια σημαίνει δουλεία

 Παράδειγμα μητρογραμμικής γενοταγούς κοινότητας (Machiguenga people, Eastern Cuzco, Peru) Οι αφηγήσεις για τους μυθικούς βασιλιάδες της παλιάς Ρώμης φανερώνουν ολοκάθαρα τη μητριστική προέλευση του ρωμαϊκού κράτους και το σταδιακό ξήλωμα της μητριστικής κοινωνίας από τους εκπροσώπους της πατριαρχίας, τους πατρίκιους, αυτούς qui patres scire possunt , «που ξέρουν τους πατεράδες τους», δηλαδή τους άνδρες εκείνους που για πρώτη φορά ανήγαγαν την καταγωγή τους στους πατεράδες τους, αντί στις μανάδες τους, όπως ήταν η συνήθεια ως τότε. Αλλά δεν πρέπει να φανταστούμε το πέρασμα από το μητρικό στο πατρικό δίκαιο σαν μια μετάλλαξη˙ ήταν μια αργή διαδικασία, όπου τα συστήματα συνυπήρχαν πλάι πλάι για αιώνες, χωρίς οι άνθρωποι να συνειδητοποιούν πάντα την αντίφαση που υπήρχε ανάμεσά τους. Το σημαντικότερο βήμα σ’ αυτή τη μακριά πορεία ήταν η μετατροπή του γένους σε οικογένεια. Παρακολουθήσαμε αυτό το βήμα και στους Έλληνες. Αλλά στους Ρωμαίους αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού...