![]() |
Helots gathering olives, Bronze Age (source unknown) |
Ο πυρήνας της ελληνικής οικονομίας είναι ταυτόχρονα και ο πυρήνας του ελληνικού πολιτισμού: η στάση που Έλληνα άνδρα απέναντι στην εργασία. Γύρω από αυτό τον πυρήνα περιστρέφονται όλα, ακόμα και η σεξουαλική συμπεριφορά. Οι ποιμενικοί λαοί –και ιδιαίτερα εκείνοι που από το στάδιο των νομάδων κυνηγών πέρασαν στο στάδιο των νομάδων βοσκών για να γίνουν κατόπιν περιφερόμενοι ληστές, «διαγουμιστές[1] των πόλεων» –έδειχναν παντού και πάντα βαθιά περιφρόνηση για τη χειρωνακτική εργασία. Όταν ο Αισχύλος λέει στις Ικέτιδες για τον Θησέα ότι με τα ίδια του τα χέρια κουβάλησε τους νεκρούς από το πεδίο της μάχης, δεν το αναφέρει αυτό ως καλή πράξη, παρά ως πράξη αυτοεξευτελισμού, που χρειάζεται εξήγηση και συγνώμη. Η σωματική εργασία ήταν υπόθεση των δούλων˙ όποιος την εκτελούσε θεληματικά ξέπεφτε στα μάτια των άλλων.
Ο ελεύθερος άνδρας κέρδιζε την ελευθερία του με το σπαθί
του˙ ο χειρισμός των όπλων ήταν η μόνη εργασία που επιτρεπόταν να κάνει. Με
αυτό τον τρόπο όμως αποκτούσε και το δικαίωμα της απόλαυσης. Και η απόλαυση
ήταν για τους Έλληνες, σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη χριστιανική αντίληψη, κάτι
θεμιτό και μάλιστα εξυψωτικό. «Η απόλαυση και η καλοπέραση είναι υπόθεση των
ελεύθερων, γιατί αυτές εξυμώνουν και εξαγνίζουν το πνεύμα. Η εργασία, αντίθετα,
είναι υπόθεση των δούλων και των κατωτέρων πλασμάτων, που γι’ αυτό ο χαρακτήρας
τους εκφυλίζεται». Αυτά τα έγραψε ο μαθητής του Πλάτωνα Ηρακλείδης ο Ποντικός,
τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Η υποδούλωση των άλλων ανθρώπων δεν ήταν, επομένως, αναγκαίο
κακό, παρά εντελώς αντίθετα μια τιμητική πράξη, που απάλλασσε τον εξευμενισμένο
άνθρωπο από την ατιμωτική εργασία. Η υποδούλωση άλλων ανθρώπων δεν ήταν μόνο δικαίωμα του «διαγουμιστή των πόλεων»,
παρά και ηθικό καθήκον του. Όπως ο Θεός
στο πρώτο βιβλίο της Βίβλου, συλλαμβάνοντας την ιδέα να πλάσει τον άνθρωπο,
οραματίζεται ένα ον που θα κυριαρχεί πάνω σε ολόκληρη τη γη και σε όλα τα ερπετά
που σέρνονται στη γη, έτσι και ο Έλληνας της κυρίαρχης τάξης θεωρούσε ότι
αποστολή του στη γη ήταν να άρχει πάνω στους κατώτερους, από τη φύση τους ανελεύθερους:
τις γυναίκες, τους δούλους και τους μη Έλληνες.
Ένα μέρος αυτής της υπεροπτικής λογικής εξηγείται,
φυσικά, από το απλό γεγονός ότι οι πρώτοι δούλοι των Ελλήνων ήταν οι
υποταγμένοι γεωργοί της Βαλκανικής χερσονήσου, που ακριβώς εξαιτίας της ήττας τους
είχαν χάσει την τιμή τους. Ένα άλλο μέρος, ίσως το σπουδαιότερο, απέρρεε από
την εμπειρία ότι ακόμα και στο κυνηγετικό στάδιο τα στόματα που έπρεπε να τραφούν
ήταν πολλά και η τροφή δεν έφτανε. Μετά το πέρασμα στην κτηνοτροφία, μετά την
ανακάλυψη ότι τα κτήνη πολλαπλασιάζονται από μόνα τους, υπήρχε μεν αρκετή τροφή,
αλλά σχεδόν δεν υπήρχαν αρκετά εργατικά χέρια για να φροντίσουν τα ζώα που
πολλαπλασιάζονταν. Ούτε το γένος ούτε η φυλή πολλαπλασιάζονταν τόσο γρήγορα ώστε
να μπορούν να φυλάνε τα κοπάδια που μεγάλωναν ολοένα.
Όταν λοιπόν οι Έλληνες άρχισαν την μεγάλη πορεία τους για
να λεηλατήσουν τις πόλεις του Νότου, δε γύρευαν μόνο θησαυρούς, παρά και
δούλους που θα δούλευαν για λογαριασμό τους. Αν τα κοπάδια τους αποψίλωσαν μέσα
σε λίγο χρονική διάστημα ολόκληρη την Πελοπόννησο, αν έπειτα από αυτό δεν μπορούσαν
πια να πολλαπλασιαστούν τόσο γρήγορα όσο πριν, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Γιατί
από τότε που οι Έλληνες, στα χρόνια της πρώτης ευφορίας τους, είχαν συνηθίσει
να έχουν δούλους, ήταν δύσκολο να ξαναγυρίσουν οι ίδιοι στην εργασία. Είχαν κατακτήσει
τη χερσόνησο με τόση ευκολία και τα πρώτα λάφυρα από τις ληστρικές επιδρομές τους
ήταν τόσο απίστευτα πλούσια, ώστε δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι τα πράγματα θα
άλλαζαν.
Όταν μετά τη μισή χιλιετηρίδα της παρακμής, οι Έλληνες
άρχισαν να ξαναπαίρνουν τα πάνω τους, όταν η ελληνική οικονομία επιτέλους
πάτησε γερά στην παραγωγή κρασιού, ελιών και σύκων, όταν το εξαγωγικό εμπόριο άρχισε
να απλώνεται και οι πόλεις ξύπνησαν από το λήθαργο τους, ο θεσμός της δουλείας
ήταν πια τόσο βαθιά ριζωμένος ώστε κανένας
δεν ήθελε την κατάργηση του. Και όχι μόνο αυτό, παρά και δεν χωρούσε πια στο
μυαλό του Έλληνα η σκέψη ότι μπορούσε να ζήσει χωρίς δούλους.
Borneman, E., 2001. Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ. Α΄ ανατύπωση ed. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Comments
Post a Comment