![]() |
Τάφοι προϊστορικού οικισμού στο Λευκάντι της Εύβοιας (ανασκαφή 1970). |
Υπάρχει ένα κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας που αποκρύπτεται και αποσιωπάται συστηματικά. Το κεφάλαιο αυτό αφορά την τύχη της πρώτης προσπάθειας που έκανε η πατριαρχία να καταλάβει την εξουσία: η απόπειρα όχι μόνο απέτυχε, παρά και οδήγησε στην αυτοκαταστροφικότερη οπισθοδρόμηση που μας είναι γνωστή στην ιστορία της Ευρώπης. Τη σύντομη άνθηση του μυκηναϊκού πολιτισμού, που δεν ήταν σχεδόν τίποτα περισσότερο από εκμετάλλευση της υπεραξίας των Κρητών, την διαδέχτηκε η μακριά νύχτα του ελληνικού μεσαίωνα, μια υποτροπή στη λιθική εποχή, μέση χιλιετηρίδα ξεπεσμού όλων των θεσμών. Όλα όσα είχαν μάθει οι Έλληνες από τις γεωργικές φυλές και τους υψηλούς αστικούς πολιτισμούς, τα ξέχασαν πάλι. Ο γραπτός λόγος εξαφανίστηκε. Χίλια χρόνια μετά την εισαγωγή της γραφής επικρατούσε πάλι αναλφαβητισμός. Η τέχνη της πέτρινης αρχιτεκτονικής έσβησε. Οι Έλληνες ξανάρχισαν να χτίζουν με τα πιο πρωτόγονα εργαλεία καλύβες από λάσπη και ξύλο. Ο μπρούντζος και ο σίδηρος εξαφανίστηκαν. Το σιδερένιο ύνι, που είχε εφευρεθεί πριν από πολύ καιρό, ξεχάστηκε. Ο Ησίοδος τον 8ο αιώνα (δηλαδή χίλια και περισσότερα χρόνια μετά τον ερχομό των Ελλήνων), δεν γνώριζε παρά την απλούστερη μορφή του ξύλινου αρότρου. Όλες οι πρόοδοι που είχαν σημειώσει οι μητρογραμμικές φυλές της Πρόσω Ασίας, της Κρήτης και των Κυκλάδων στην παραγωγή τροφής εξαφανίστηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, σαν να μην είχαν γίνει ποτέ. Σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας είναι ζήτημα αν υπάρχει ανάλογο παράδειγμα μιας τόσο ολοσχερούς ήττας ενός νέου κοινωνικού συστήματος, όσο αυτής που γνώρισε η πατριαρχία στην Ελλάδα στην πρώτη της προσπάθεια να στεριώσει.
Ο Nilsson χαρακτήρισε αυτή την εποχή ως τη «φτωχότερη και σκοτεινότερη περίοδο ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας, με μοναδική εξαίρεση τη λιθική περίοδο», αλλά και πάλι δεν έδωσε ολόκληρο το μέτρο της κατάπτωσης, γιατί οι κάτοικοι των Βαλκανίων ζούσαν πολύ καλύτερα στη λιθική εποχή από όσο οι Έλληνες –και ας αφήσουμε πια τα θύματά τους (M.P. Nilsson, Homer and Micenae, Λονδίνο 1933, σ. 246). Ο κόσμος του τελευταίου προελληνικού πολιτισμού στη χερσόνησο, η λεγόμενη πρωτοελλαδική περίοδος, είχε να επιδείξει αξιόλογα επιτεύγματα, όπως δείχνουν οι θολωτοί τάφοι της Τίρυνθας, τα πλακόστρωτα σπίτια της Λέρνας, τα λεπταίσθητα κεραμικά αντικείμενα και τα έξοχα δείγματα της μεταλλουργίας. Όλα αυτά όμως τελείωσαν απότομα, όταν εισέβαλαν οι Έλληνες. Η μεσοελλαδική περίοδος, η πρώτη εποχή της κυριαρχίας των Ελλήνων, χαρακτηριζόταν από μια πολύ πρωτόγονη κοινωνία του χωριού, με σπίτια από λάσπη και μικροσκοπικούς κιβωτιόσχημους τάφους, που συμπίεζαν κυριολεκτικά τους νεκρούς, λες και οι ζωντανοί βαρέθηκαν να σκάψουν λίγο πιο βαθιά. Τα κτερίσματα, που στην πρωτοελλαδική περίοδο ήταν συχνά μπρούντζινα, γίνονται φτωχότερα με κάθε γενιά των Ελλήνων. Σύντομα, όλα θα είναι φτιαγμένα μόνο από ξύλο και τελικά δεν θα βρίσκουμε παρά πήλινες απομιμήσεις αντικειμένων που άλλοτε κατασκευάζονταν συνήθως από πολύτιμα υλικά.
Αλλά και τα εργαλεία και σκεύη που χρησιμοποιούν οι ζωντανοί γίνονται όλο και πιο χοντροκομμένα. Τα μέταλλα τα αντικαθιστούν υλικά της λιθικής εποχής, όπως ο πυριτόλιθος, το κόκκαλο και το κέρατο. Η αρχιτεκτονική παρακμάζει. Μόνο σε μερικές περιοχές διατηρείται η τέχνη της τείχισης: στην Αττική, την Αργολίδα, τη Θεσσαλία. Σε ολόκληρη την υπόλοιπη Ελλάδα κατασκευάζονται πια μόνο καλύβες από ξύλο ή τούβλα. Εκεί όπου οι Κρήτες και οι εκπαιδευμένοι από αυτούς Έλληνες έχτιζαν στη μυκηναϊκή περίοδο οικοδομήματα από λαξευτό μάρμαρο, από τετράγωνους λειασμένους ογκόλιθους, από πριονισμένο ασβεστόλιθο, τώρα εξαφανίστηκε μεμιάς το μπρούντζινο πριόνι που ήταν επενδυμένο με σμυρίδα, όπως ακριβώς εξαφανίστηκαν και τα εργαλεία για την κατεργασία των ογκόλιθων. Ακόμη και η πιο απλή μορφή κατεργασίας του σιδηρομεταλλεύματος χάθηκε τον 11ο αιώνα, λες και η πατριαρχία ξέχασε ολότελα τη σιδηρουργία του παρελθόντος. Για τουλάχιστο μισή χιλιετηρίδα, η πατριαρχική Ελλάδα υστερούσε απελπιστικά απέναντι στους μητριστικούς πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Ουγκαρίτ (αρχαίο λιμάνι της σημερινής Β. Συρίας), που χρησιμοποιούσαν σε μεγάλη έκταση το σίδηρο. Ως τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν περισσότερο το μπρούντζο παρά το σίδηρο για τις αιχμές των βελών και των δοράτων τους. Τα σιδερένια σπαθιά, εγχειρίδια και θώρακες –όπλα δηλαδή που είχε ο κάθε Δωριέας όταν εισέβαλε στην Αργολίδα –είχαν γίνει, εκατό χρόνια αργότερα, σπανιότατα είδη.
Έτσι χάθηκε και η κομψή, καλοραμμένη φορεσιά των Κρητών. Τα
κουμπωτά, ραμμένα ρούχα των Μυκηναίων βυθίστηκαν στη λήθη. Οι Έλληνες ξέμαθαν
το ράψιμο και το κούμπωμα, ακόμα και το κόψιμο, ώσπου στο τέλος είχαν για
μοναδική ενδυμασία άκοφτα, άραφτα πανιά χωρίς κουμπιά. Ακόμα και οι κυνηγοί της
λιθικής εποχής, με τις φορεσιές τους από συραμμένα τομάρια, ήταν ντυμένοι καλύτερα
από αυτούς τους πρωτοπόρους της πατριαρχίας. Σκοτεινοί καιροί, με την κυριολεκτική
σημασία της λέξης: οι Έλληνες ξέμαθαν ακόμα και πως να φτιάχνουν κεριά,
κηροπήγια και λυχνίες. Το μόνο φως που απόμεινε σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που
είχαν σχεδόν ξαναγίνει τρωγλοδύτες, ήταν η φωτιά της εστίας.
Όλες οι μορφές παραγωγής, έπεσαν στο επίπεδο της φυσικής
οικονομίας που χαρακτήριζε την λιθική εποχή. Η προηγμένη γεωργία των Κρητών
λησμονήθηκε. Οι τεχνίτες, που στην Κρήτη είχαν εξελιχτεί σε ξεχωριστή τάξη,
έμειναν άνεργοι, γύρισαν στη γη και ξανάγιναν γεωργοί. Το εμπόριο και οι
μεταφορές έπεσαν σε λήθαργο.
Για τρεις σχεδόν αιώνες, πάνω κάτω από το 1200 ως το 900
π.Χ., η Ελλάδα όχι μόνο εξαφανίστηκε από τον οικονομικό χάρτη της Ευρώπης, αλλά
έπαψε να υπάρχει ως πολιτισμικός χώρος. Ο A. M. Snodgrass, που έγραψε ένα από τα πιο εμπεριστατωμένα βιβλία για
την εποχή εκείνη, λέει: «Αν είχαμε να κάνουμε μόνο με μια φθίνουσα ποιότητα των
υλικών, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αυτό συνέβαινε επειδή στην Ελλάδα δεν
κυριαρχούσαν πια οι Μυκηναίοι˙ αλλά όταν παρατηρούμε ταυτόχρονα να φθίνει και η
ποσότητα των ευρημάτων, και μάλιστα τόσο ραγδαία ώστε να σκεφτόμαστε ότι χάθηκαν
τα τρία τέταρτα του συνολικού πληθυσμού, είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι η
παλιά ευημερία διατηρήθηκε (…) ο ελληνικός πληθυσμός του 11ου αιώνα
ήταν μικρότερη από τον αντίστοιχο του προηγούμενου αιώνα. Σε καμία κατοπινή
περίοδο της αρχαιότητας δεν ήταν τόσο λιγοστός (…). Η εκδοχή ότι πολλές περιοχές
της Ελλάδας, ιδιαίτερα τα νησιά, ερημώθηκαν πέρα για πέρα για ένα διάστημα δεν
θα πρέπει να μας σοκάρει τόσο ώστε να τη θεωρήσουμε αδύνατη» (The Dark Age of Greece, Εδιμβούργο 1971, σ. 367).
Αυτή είναι η ουσία ολόκληρης της τραγωδίας: οι Έλληνες αφανίστηκαν,
επειδή αφανίστηκαν οι γεωργοί του Αιγαίου. Η ερήμωση που συντελέστηκε δεν είχε
προηγούμενο. Σχεδόν παντού η παρακμή άρχισε ήδη από τα τέλη του 12ου
αιώνα και είχε για αποτέλεσμα να υπάρχουν τον 11ο αιώνα πόλεις-φαντάσματα.
Στο Λευκάντι είχε αρχίσει να χτίζεται μια πόλη που παρατήθηκε μισοτελειωμένη. Η
Ασίνη εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της, γιατί κανένας δεν μπορούσε πια να
τραφεί εκεί.
Αν κάνουμε μια επισκόπηση όλων των δημοσιεύσεων που
υπάρχουν για τις ανασκαφές στην ανεπτυγμένη ζώνη της νότιας Ελλάδας, θα
διαπιστώσουμε την εξής συρρίκνωση:
o Οικισμοί του 13ου αιώνα: περίπου 330.
o Οικισμοί του 12ου αιώνα: περίπου 130.
o Οικισμοί του 11ου αιώνα: περίπου 40.
Στη Μεσσηνία και τη Λακωνία ο αποπληθυσμός άρχισε ήδη
γύρω στο 1200. Στη δυτική Αττική η ερήμωση αρχίζει λίγες δεκαετίες αργότερα.
Από το 1025, η Αττική και ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ελλάδας ήταν σχεδόν ολότελα
απομονωμένες από τον γύρω κόσμο τους. Πώς εξηγούνται όλα αυτά;
τέλος
πρώτου μέρους
Comments
Post a Comment