Skip to main content

Διαχείρηση μιας περίπτωσης φόνου σε μια γενοταγή μητριστική κοινωνία



Αν κοιτάξουμε το αυτοδιαχειριστικό σύστημα των παλιών μητριστικών πολιτισμών και το συγκρίνουμε με τις ιεραρχίες των Ελλήνων, ιδιαίτερα στον τομέα της δικαιοσύνης ,θα δούμε πολύ καθαρά τη διαφορά ανάμεσα στη μητριστική και την πατριαρχική οργάνωση. Στις παλιές γενοταγείς κοινωνίες, κάθε μέλος του γένους χρωστούσε στα άλλα βοήθεια, προστασία και συμπαράσταση. Όποιος έθιγε έναν άνθρωπο, έθιγε ολόκληρο το γένος του. Ας πάρουμε τη χειρότερη περίπτωση που μπορεί να φανταστεί κανείς σε μια γενοταγή κοινωνία: ένα μέλος του γένους Α σκοτώνει ένα μέλος του γένους Β. Και οι δύο φυσικά δεν ανήκουν μόνο σε διαφορετικά γένη, παρά και σε διαφορετικές αδελφότητες, επομένως η συγγένειά τους είναι τόσο μακρινή ώστε είναι ζήτημα αν μπορούν να θεωρούν ο ένας τον άλλο συγγενή. Έπειτα από μια τέτοια πράξη, το γένος του θύματος μαζευόταν για να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει για να υπάρξει εξιλέωση. Το γένος του ενόχου έκανε και αυτό μια σύσκεψη, προσπαθώντας πάντα να εμποδίσει την αιματοχυσία. Για το σκοπό αυτό έκανε στο άλλο γένος μια ομαδική αίτηση συγγνώμης και πρόσφερε ένα εξιλαστήριο δώρο, για το οποίο συνείσφεραν όλα τα μέλη του γένους. Αν το άλλο γένος αρνιόταν την προσφορά, η υπόθεση πήγαινε στο αμέσως επόμενο αρμόδιο όργανο: συσκέπτονταν οι αδελφότητες του σκοτωμένου και του ενόχου και προσπαθούσαν να πετύχουν μια συμφωνία χάρη σε μεγαλύτερα δώρα. Αν ο δράστης και το θύμα ήταν σπουδαίες προσωπικότητες, η υπόθεση μπορούσε να φτάσει ως το ανώτατο όργανο: το συμβούλιο της φυλής. Αν και πάλι δεν μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία, τότε, με τη συγκατάθεση των γενών, των αδελφοτήτων και του συμβουλίου της φυλής, ένα μέλος από το γένος του σκοτωμένου επιφορτιζόταν να σκοτώσει το δράστη.

Επειδή αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με τη συναίνεση του γένους του δράστη, δεν υπήρχε περίπτωση αντεκδίκησης. Επίσης δεν υπήρχε γραφειοκρατία της δικαιοσύνης, δεν υπήρχαν επαγγελματίες δικαστές, επαγγελματίες δήμιοι, φύλακες, αστυνομία, δεν υπήρχε κανένας ανακριτικός μηχανισμός, δεν υπήρχε «αυτεπάγγελτη» δίωξη ούτε «ποινικός κώδικας» ούτε κανένα σωφρονιστικό σύστημα. Στα καθήκοντα της αδελφότητας δεν άνηκε μόνο η δίωξη των εγκλημάτων, παρά και το οργανικό της αντίστοιχο: η κάθαρση του εγκληματία, η απαλλαγή του από την ενοχή, κάτι που λείπει από το σημερινό δίκαιο γι’ αυτό και το κάνει τόσο απάνθρωπο. Μπορεί σ’ εμάς να θεωρείται ότι η πράξη έχει «εξιλασθεί» όταν ο δράστης πληρώσει το πρόστιμο ή εκτίσει την ποινή του, αλλά η αντίληψη αυτή δε θα φτάσει ποτέ ως τη συνείδηση του «λαού». Ο «εγκληματίας» μένει για μας ισόβια εγκληματίας, ο κατάδικος μένει εφ’ όρου ζωής κατάδικος. Στην πατριαρχική κοινωνία η εγκληματικότητα θεωρείται χαρακτηριστικό σημάδι μιας ομάδας από παρίες, τους «εγκληματίες», από τους οποίους διαφέρει ριζικά ο «φυσιολογικός» πολίτης.

Επομένως, η αντίληψη που έχουμε για τη δικαιοσύνη αντανακλά την ταξική κοινωνία με μια λογική που φτάνει ως το παράλογο: Από δω η άρχουσα τάξη των καθωσπρέπει ανθρώπων, από κει η τάξη των εγκληματιών, που προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα θαυμασμού και φόβου. Και μολονότι ακόμα και η αστική συνείδηση δεν μπορεί να κλείσει εντελώς τα μάτια της μπροστά στη διαπίστωση ότι είναι πολύ δύσκολο να ξεπέσει κανείς από την άρχουσα τάξη των καθωσπρέπει στον «υπόκοσμο» των εγκληματιών, όπως επίσης και ότι μπορεί κανείς χάρη σε ορισμένα «ευγενή εγκλήματα» (προπάντων οικονομικές απάτες) να αναδυθεί από αυτό τον «υπόκοσμο», η νοοτροπία του αστού αρνείται να δεχτεί την αντίληψη της εξιλέωσης. Γι’ αυτό και η ιδέα της Καθολικής Εκκλησίας για την εξομολόγηση και την άφεση είναι βαθιά αντίθετη με την πουριτανική λογική, από την οποία προήλθε η αστική τάξη. « Οι Καθολικοί ακολουθούν τον εύκολο δρόμο», λένε όχι μόνο οι Προτεστάντες, παρά ακόμα και εκείνοι οι αστοί που θεωρούν τους εαυτούς τους διαφωτισμένους και απαλλαγμένους από θρησκευτικές προκαταλήψεις.

Αλλά ίσα ίσα στην αντίληψη για την άφεση, στην οποία αντιτάχτηκε αποφασιστικά ο Λούθηρος, βρίσκεται το «θεομητρικό» εκείνο στοιχείο του καθολικισμού που κατάγεται από τις αρχαϊκές θρησκείες. Όταν γίνεται ένα αδίκημα κατά της κοινότητας, η λύτρωση από το βάρος του «αμαρτήματος» αυτού είναι σημαντικότερη από την τιμωρία. Γιατί η τιμωρία είναι μια πατριαρχική επινόηση: είναι επιθετική, είναι φαλλική, θέλει να προκαλέσει πόνο. Ο εξιλασμός, αντίθετα, δεν προδίνει επιθετικότητα, είναι μια αυτοεπίβλητη έμπρακτη μετάνοια για ένα ομολογημένο αδίκημα. Όταν ο δράστης έχει συνείδηση της ενοχής του και θέλει να την ξεπλύνει, η κοινότητα πρέπει να έχει το δικαίωμα να τον απαλλάξει από την ενοχή. Αλλά και αυτή ακόμα η λογική είναι ήδη επηρεασμένη από την πατριαρχία. Στη μητριστική κοινωνία η απαλλαγή από την ενοχή δεν ήταν δικαίωμα, παρά η κοινότητα είχε το καθήκον να την προσφέρει σ’ εκείνον που την ζητούσε. Και σ’ αυτό βρίσκεται η ανώτερη ανθρωπιά του μητρικού δικαίου.

Αν τώρα συγκεφαλαιώσουμε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ανθρώπων στη γενοταγή κοινωνία, θα καταλήξουμε σε μία εικόνα που, και μόνο επειδή μας λείπουν όλα όσα είναι τόσο αξιοκατάκριτα στην πατριαρχία, μας κάνει να καταλάβουμε τι έχασε η ανθρωπότητα όταν γύρισε την πλάτη στη μητριστική κοινωνία:

  •  Άνδρες και γυναίκες είχαν ίσα δικαιώματα.
  •  Η καταγωγή από μια μητέρα που άνηκε σ’ ένα ορισμένο γένος έδινε στους απογόνους της το   δικαίωμα να είναι μέλη αυτού του γένους.
  •  Κάθε μέλος του γένους είχε δικαίωμα σ’ ένα γενικό όνομα που του έδινε τα δικαιώματα του   γένους, όπως σήμερα η υπηκοότητα εξασφαλίζει «πολιτικά» δικαιώματα. Το παιδί   ονομαζόταν  σύμφωνα με τη μητέρα του.
  •  Καθένας είχε το δικαίωμα να ψηφίζει στις συνελεύσεις του γένους, απόλυτα ισότιμα με τους   άλλους.
  •   Καθένας είχε το δικαίωμα να εκλεγεί, με ελεύθερη και ανοιχτή εκλογή, εκπρόσωπος του γένους. Ταυτόχρονα όμως είχε και την υποχρέωση να δεχτεί την παύση του σε οποιαδήποτε στιγμή.
  • Καθένας είχε το δικαίωμα να θάβεται στον κοινό τάφο του γένους.
  • Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να συνάπτει ερωτικές σχέσεις με άλλα μέλη του ίδιου γένους, γιατί αυτό θα ήταν αιμομιξία.
  • Δεν υπήρχε το δικαίωμα της υιοθεσίας, γιατί μόνο οι ομοαίματοι συγγενείς μπορούσαν να είναι μέλη του γένους.
  • Δεν υπήρχε ατομικό δικαίωμα στην τροφή που συγκεντρωνόταν με το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συλλογή καρπών.
  • Δεν υπήρχε ατομική κυριότητα του εδάφους.
  • Δεν υπήρχε δικαίωμα ατομικής κληρονομιάς. Δικαίωμα να κληρονομήσει είχε μόνο το γένος, που μοίραζε κατόπιν την κληρονομιά σύμφωνα με τους κανόνες της μητρογραμμικής γενεαλογίας.
  • Η κόρη είχε τα κληρονομικά πρωτεία απέναντι στο γιό.
  • Η αδελφή είχε τα κληρονομικά πρωτεία απέναντι στον αδελφό.
  • Το μικρότερο από τα παιδιά κάθε μητέρας είχε τα κληρονομικά πρωτεία. Αντίθετα με το πατριαρχικό σύστημα, όπου τα κληρονομικά πρωτεία τα έχει ο πρωτότοκος γιός, γιατί σε όλες τις μητριστικές γενοταγείς κοινωνίες τα κληρονομικά πρωτεία τα είχε η υστερότοκη κόρη. Η διάκριση υπέρ της υστερότοκης κόρης «συνδέει τη διαιώνιση της ζωής με τον κλάδο εκείνο του μητρικού κορμού που, επειδή φύτρωσε τελευταίος, θα βρει τελευταίος το θάνατο» (Johann Jakob Bachofen, Gesammelte Werke, Βασιλεία, τόμ., ΙΙ, σ.19).
  • Κάθε μέλος του γένους είχε την υποχρέωση να βοηθά τα άλλα μέλη, να συντρέχει, να τους αποδίδει δικαιοσύνη και εξιλέωση.
  • Κάθε μέλος είχε την υποχρέωση να συμμορφώνεται με όλες τις αποφάσεις του γένους.

Ernest Borneman, Η Πατριαρχία 
(Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος),
μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, α’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001

Comments

Popular posts from this blog

Πέντε θέσεις για τις συνέπειες της σεξουαλικής ηθικής

Πρώτο : Η απώθηση της γεννητικής σεξουαλικότητας δημιουργεί πιστούς στην εξουσία, υποτελείς χαρακτήρες και εγγυάται έτσι τη διατήρηση των κοινωνικών συνθηκών, των δομών εξουσίας και των συνθηκών παραγωγής που επικρατούν. Ο αυταρχικά διαμορφωμένος χαρακτήρας υποτάσσεται σε αυτές –αν και συχνά απρόθυμα –και εκπληρώνει μέσα σε αυτές τις συνθήκες λειτουργίες που διατηρούν το σύστημα. Δεύτερο : Η αρνητική απέναντι στη σεξουαλικότητα ψυχική δομή δημιουργεί προδιάθεση για αλλοτριωμένη εργασία. Χωρίς αλλοτριωμένη εργασία θα κατέρρεε το οικονομικό σύστημα της παραγωγής προϊόντων που βασίζεται στη μεγιστοποίηση της παραγωγής και στην επίτευξη κέρδους. Η θετική στάση απέναντι στη σεξουαλικότητα και η αλλοτριωμένη εργασία αποκλείονται αμοιβαία όπως η σεξουαλική απώθηση και η δημιουργική, ΑΤΟΜΙΚΑ οριζόμενη εργασία. Τρίτο : Η σεξουαλική καταπίεση μειώνει την ικανότητα για κριτική και κάνει δυνατή την ιδεολογικοποίηση της συνείδησης με περιεχόμενα που είναι αντίθετα στα πραγματικά συμφ

Συνέντευξη του Ernest Borneman η οποία δημοσιεύτηκε το 1979 στο τεύχος 19 του περιοδικού Vorgänge [pdf]

Με τις ερωτήσεις που απάντησα σε εκείνη την συνέντευξη θα τελειώσω αυτή την αναδρομή στα χρόνια που πέρασαν από την πρώτη έκδοση της Πατριαρχίας. Ernest Borneman Το pdf είναι στο παρακάτω link: Συνέντευξη

Ο Γάμος στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία

Το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν ταξικό δίκαιο. Ο φοιτητής της νομικής που μαθαίνει ότι στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν τέσσερις διαφορετικές μορφές γάμου, τα χάνει με αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο, ώσπου να ανακαλύψει – πράγμα όμως που δεν αναφέρεται σε κανένα αστικό εγχειρίδιο για το ρωμαϊκό δίκαιο – ότι καθεμιά από αυτές τις τέσσερις μορφές ήταν ένα σύνολο από γαμήλια έθιμα που γ εννήθηκαν μέσα σε μια ορισμένη τάξη, υιοθετήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων από άλλες τάξεις και έτσι συγκαλύφθηκε η ταξική τους προέλευση.   Ως τον 5ο αιώνα π.Χ., ο γάμος στη Ρώμη ήταν έγκυρος μόνο αν γινόταν ανάμεσα σε μέλη της άρχουσας τάξης. Για ένα πατρίκιο, οι γάμοι με μέλη κατώτερων τάξεων ήταν κάτι αδιανόητο, γιατί οι τάξεις αυτές δεν εκπλήρωναν καμία από τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις: να έχουν γη, γενεαλογικό δένδρο και προστάτιδα θεότητα. Αυτό απέκλειε το γάμο από έρωτα, και μάλιστα όχι μόνο ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους, αλλά και ανάμεσα σε μέλη της ίδιας της πατρικιακής τάξης. Γιατί, σύμφωνα με την πα