Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας ενίσχυσε τις δουλοκτητικές τάξεις που ασχολούνταν με τις πρακτικές τέχνες και το εμπόριο: τους ιδιοκτήτες των λιμενικών και αποθηκευτικών εγκαταστάσεων, τους πλοιοκτήτες, τους μεγαλέμπορους, τους χρηματοδανειστές. Στις μεγάλες εμπορικές πόλεις κάθονταν πίσω από τα τραπέζια οι τραπεζίτες, δηλαδή οι αργυραμοιβοί και τοκογλύφοι, που ασχολούνταν με τα τραπεζικά και ασφαλιστικά ζητήματα. Δέχονταν χρήματα για τρέχοντες λογαριασμούς, διεκπεραίωναν εμβάσματα, αναλάμβαναν εντολές πληρωμής κάθε είδους, ασφάλιζαν τα φορτία των πλοίων, δάνειζαν χρήματα. Τα επιτόκια ήταν υψηλά, από το 18% έως 36%.
Η Αθήνα έκανε εισαγωγές σιτηρών, ζώων, παστού κρέατος, μπαχαρικών και εξήγε λάδι, σταφύλια, μέλι, μελόπιτες, υφαντά, κεραμικά προϊόντα, μεταλλικά είδη, ασήμι, μόλυβδο και μάρμαρο. Το εξωτερικό εμπόριο άφηνε τεράστια κέρδη, μέχρι 100% για κάθε φορτίο πλοίου. Ήδη τον 5ο αιώνα π.Χ. είχε αναπτυχθεί στην Αθήνα το διαμετακομιστικό εμπόριο, δηλαδή τα εμπορεύματα στέλνονταν στον Πειραιά και από εκεί προωθούνταν για πούλημα έξω από την Αττική. Γι’ αυτό μια εμπορική και βιομηχανική πόλη έπρεπε οπωσδήποτε να έχει ένα λιμάνι με άρτιο εξοπλισμό και με το απαραίτητο, ειδικευμένο προσωπικό. Αυτό ακριβώς είχε να επιδείξει η Αθήνα.
Η πειραϊκή χερσόνησος σχημάτιζε τρία λιμάνια. Τα δύο από αυτά χρησίμευαν για πολεμικούς σκοπούς, ενώ το τρίτο, όπου υπήρχαν αποθήκες για εμπορεύματα, λεγόταν Εμπόριον (ή Εμπορείον) και ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά στο εμπόριο. Εδώ επίσης υπήρχε ένα οικοδόμημα που λεγόταν Δείγμα και στο οποίο εκθέτονταν δείγματα διαφόρων εμπορευμάτων. Και τα τρία λιμάνια περιβάλλονταν από τείχη, όπως και ο ίδιος ο οικισμός του Πειραιά, που τον συνέδεαν με την Αθήνα τεράστια τείχη με μήκος έντεκα χιλιόμετρα. Παρόμοια ήταν οργανωμένο το εμπόριο στην Κόρινθο, την Έφεσο, τη Δήλο, τη Ρόδο, τις Συρακούσες.
Σ’ αυτά τα νέα λιμάνια του ελληνικού κόσμου άρχισε να διαμορφώνεται ένα νέο προλεταριάτο από εργάτες των νεωρίων και των ναυπηγείων, αχθοφόρους, κωπηλάτες και ναύτες –«το καραβοσκυλολόι», όπως το χαρακτήριζαν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Οι δημοκράτες νοιάζονταν πού να έχουν με το μέρος τους αυτό το καραβοσκυλολόι, όταν γύρευαν ψήφους εναντίων του αγροτικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα όμως έτρεμαν από το φόβο τους μήπως αυτό το πρώτο προλεταριάτο στην ευρωπαϊκή ιστορία έρθει κάποια μέρα στην εξουσία. Έτσι λοιπόν, η πολιτική όλων των δημοκρατικών κομμάτων των ελληνικών πόλεων είχε για στόχο της άλλοτε να εξουδετερώνει τους αριστοκράτες και τους μεγαλοαγρότες με την βοήθεια των τεχνιτών και των εργατών και άλλοτε να ποδηγετεί τις λαϊκές τάξεις των πόλεων με τη βοήθεια των μικροαγροτών και της αριστερής πτέρυγας των αριστοκρατών –συνήθως των αριστοκρατών που είχαν μετεγκατασταθεί στην πόλη.
Αυτή η τακτική των εναλλασσόμενων πολιτικών συμμαχιών ήταν καινοτομία στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η μεσαία τάξη των πόλεων στην Ελλάδα του 6ου αιώνα και του 5ου αιώνα, παρά τα υλικά της κίνητρα, ανακάλυψε μια μορφή διακυβέρνησης που εφαρμόζεται ως σήμερα. Για να καθιερωθεί ένα τέτοιο σύστημα, έπρεπε να γίνουν επαναστατικές αλλαγές στην κοινωνία και την κοινωνική συνείδηση. Πάνω από όλα χρειαζόταν η αποδέσμευση του ατόμου από το γένος και, κατά συνέπεια, η αφύπνιση της ατομικής συνείδησης του ανθρώπου. Αλλά χρειαζόταν και ένα σύστημα που να μπορεί να μεταφράζει τις αποφάσεις των ελεύθερων ανθρώπων σε κοινωνικά αποτελεσματικές πράξεις. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν ένα γραφτό σύνταγμα που να είχε την έγκριση της πλειοψηφίας, και για να επιτευχθεί αυτή η πλειοψηφία το σύνταγμα έπρεπε να καθιερώσει το χωρισμό των νομοθετικών από τα εκτελεστικά όργανα, που και αυτά με τη σειρά τους έπρεπε να γίνουν ανεξάρτητα απέναντι στα δικαστικά όργανα: Αυτή ήταν η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, μια από τις μεγαλύτερες προόδους στην ιστορία της κοινωνικής συνείδησης.
Τέλος, χρειαζόταν ο θεσμός του πολιτικού κόμματος, ενός οργάνου που, με αυτή τη μορφή, δεν ήταν γνωστό πριν τον 6ο αιώνα και γενικά ήταν άγνωστο έξω από τον ελληνικό κόσμο. Ο ρόλος του κόμματος ήταν να εκπροσωπεί συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, χωρίς όμως να το ομολογεί αυτό ξεκάθαρα. Μπορούμε μάλιστα να θεωρήσουμε ως βασική αρχή του ελληνικού κόμματος το να δηλώνει ότι ήταν κάτι που δεν ήταν. Κάθε κόμμα ισχυριζόταν ότι εκπροσωπούσε ολόκληρο το λαό και η προπαγάνδα του είχε για σκοπό να κρύψει τα συμφέροντα των τάξεων, τις ψήφους των οποίων επιδίωκε να εξασφαλίσει. Κάθε κόμμα αυτοχαρακτηριζόταν «κεντρώο» και χαρακτήριζε τα άλλα δεξιά ή αριστερά. Ίσως αυτό να φαίνεται κυνικό, αλλά πράγματι η μόνη δυνατότητα να εξασφαλίσει κανείς την εξουσία σε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην ιδιοκτησία. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητας ούτε ένα πετυχημένο κόμμα που να μην ακολούθησε αυτή την αρχή. Μόνο τα σοσιαλιστικά κόμματα βρίσκονται έξω από αυτό το σύστημα, στο βαθμό βέβαια που δεν υποστηρίζουν την ιδιοκτησία, αλλά επιδιώκουν ρητά την κατάργησή της.
Ernest Borneman, Η Πατριαρχία (Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος),
μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, α’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001
μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, α’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001
Comments
Post a Comment