Η σχέση ανάμεσα σε ένα κατακτητικό στίφος και τις γυναίκες του κατακτημένου λαού δηλητηριάζεται σχεδόν πάντα από την αμοιβαία περιφρόνηση. Όταν οι βιασμοί αποτελούν κανόνα, δεν μπορούμε βέβαια να ελπίζουμε ότι θα συναντήσουμε αμοιβαία κατανόηση ή αμοιβαίο σεβασμό. Όταν όμως οι Έλληνες εισέβαλαν στη Βαλκανική χερσόνησο και κακοποίησαν τις γυναίκες των γεωργικών λαών, προστέθηκε και άλλος ένας επιβαρυντικός παράγοντας: έκαναν τις γυναίκες σκλάβες. Αναφέραμε ήδη ότι η αδυναμία του πατριαρχικού Έλληνα να δει τη γυναίκα ως ισάξιο πλάσμα θα πρέπει να ξεκινά από αυτόν τον τραυματικό εξευτελισμό.
Από την άλλη μεριά, οι αιώνες της νομαδικής ζωής, της συμβίωσης ανδρών με άνδρες, άφηναν και αυτοί τα ίχνη τους. Οι αρετές που χάρισαν σε αυτούς τους νομάδες επιτυχίες κατά την κρίσιμη φάση της ιστορίας τους ήταν τα νιάτα και η αλκή. Έτσι, το σώμα του εύρωστου νέου άνδρα έγινε ζωτικό σύμβολο, που ακόμα και αιώνες αργότερα εξακολουθούσε να ασκεί κάποια έλξη στον άνδρα.
Αν επισκοπήσουμε τη μισή χιλιετηρίδα που κύλησε από το Όμηρο ως τον Αλέξανδρο, δεν θα βρούμε πουθενά αλλού στην παγκόσμια ιστορία μια τόσο συνεπή απόρριψη της γυναίκας όσο στους πατέρες του πολιτισμού μας. «Δεν υπάρχει στη γη πιο απαίσιο, πιο ξεδιάντροπο πλάσμα από τη γυναίκα», λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια. Όταν ο κυνικός Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά, αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δένδρα τέτοιους καρπούς!» Ο Ησίοδος λέει ότι τα κυριότερα δώρα που έκανε η Αφροδίτη στη γυναίκα είναι η φλυαρία, το μοχθηρό γέλιο της και οι πονηριές της. Και σε ένα άλλο σημείο: «Ποτέ μην αφήσεις να σε ξεμυαλίσει η γυναίκα η κουνοκώλα, ούτε οι κολακείες της, που με αυτές να σε τυλίξει θέλει!»
Στο σημαντικότερο έργο του Ησίοδου, τη Θεογονία, η αφήγηση για το πλάσιμο της γυναίκας καταλαμβάνει μεγάλη έκταση (στίχοι 570 ως 612). Αφού ο Ησίοδος υπαινιχτεί (512) ότι αυτή έφερε στον κόσμο όλα τα κακά, η ιστορία για τη γέννηση της Πανδώρας του δίνει μπόλικες ευκαιρίες να «θεμελιώσει» την πεποίθηση του ότι οι έννοιες «γυναίκα» και «κακό» ταυτίζονται. Ο σιδηρουργός θεός Ήφαιστος, σύζυγος της Αφροδίτης, πλάθει την Πανδώρα από χώμα και της δίνει τη μορφή μιας «σεμνής παρθένας». Οι άλλοι θεοί την προικίζουν με σπάνια ομορφιά. Ο Ησίοδος παραδέχεται ότι ήταν «χάρμα οφθαλμών», αλλά δεν μπορεί αν σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από το ότι ήτα γυναίκα και συνεπώς προσωποποίηση του ολέθρου. Η γυναίκα είναι μια συμφορά (570), μια ωραία συμφορά (585), μια καλοστημένη παγίδα, που μέσα της πέφτουν οι άνθρωποι (589).
Η Πανδώρα γίνεται γενάρχισσα όλων των γυναικών, «κι έτσι ήρθε στον κόσμο το συφορισμένο γένος των γυναικών, μεγάλη γρουσουζιά για τους άνδρες» (591). Ο Ερμής της δίνει «την αδιαντροπιά μιας σκύλας και την πονηριά» (591), «το ψέμα, την απάτη και την γαλιφιά» (78). Με αυτά τα εφόδια η Πανδώρα στέλνεται στη γη, όπου την παντρεύεται ο άμυαλος αδερφός του Προμηθέα, ο Επιμηθεύς, που δεν υποψιάζεται τι συμφορά φέρνει έτσι στον κόσμο (83 ως 89). Η Πανδώρα ανοίξει το περίφημο «κουτί», από το οποίο βγαίνουν όλα τα κακά και τα βάσανα και πάνε στους ανθρώπους, που ως εκείνη τη στιγμή ζούσαν ευτυχισμένοι (90 κε.):
Απ’ αυτή κρατάει τ’ ολέθριο γένος, των γυναικών οι αγέλες,
Που έγιναν βάσανο και μπελάς για τους κοινούς άνδρες.
Όπως στον Ησίοδο, έτσι και στον Πλάτωνα η γυναίκα παρουσιάζεται ως όψιμο, αλλά και κατώτερο δημιούργημα των θεών. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στην αρχή όλες οι ψυχές φώλιαζαν σε ανδρικά κορμιά. Όσες από αυτές ζούσαν άψογα στη γη, επέστρεφαν στα αστέρια, από όπου και προέρχονταν. Αλλά η ψυχή που δε ζούσε άμεμπτη ζωή ξαναγύριζε στη γη χάρη για μια δεύτερη γέννηση, αυτή τη φορά με τη μορφή γυναίκας. Αν σ’ αυτή τη δεύτερη ενσάρκωσή της συμπεριφερόταν υπερβολικά φιλήδονα, υποβιβαζόταν ακόμα μια βαθμίδα χαμηλότερα: ξαναγεννιόταν για τρίτη φορά, με τη μορφή ζώου.
«Αν τη γυναίκα τη δημιούργησε θεός, ξέρει αυτός, όπου και αν βρίσκεται, ότι είναι ο πρόξενος της μεγαλύτερης συμφοράς», λέει ο Θουκυδίδης. Λέγεται ότι ο Σουσαρίων, ο πρώτος αττικός κωμωδιογράφος, είπε για τις γυναίκες ότι είναι ένα κακό, αλλά χωρίς αυτό δεν μπορεί να στηθεί κανένα σπιτικό.
Παρόμοια και ο Μένανδρος λέει:
Φύτρο κακό είναι η γυναίκα στη ζωή͘͘͘͘͘˙
αλλά σαν αναγκαίο κακό την αγοράζουμε !
Ας προσέξουμε την έκφραση: «την αγοράζουμε»! Εδώ φαίνεται πεντακάθαρα η κατάρρευση του μητρικού ήθους στην εποχή των ψιλικατζήδων. Με παρόμοιο τρόπο, ο Ευριπίδης ονειρεύεται έναν κόσμο όπου ο άνδρας θα μπορεί να αγοράζει παιδικό σπόρο με το χρυσάφι του και το ασήμι του, για να αποφεύγει το σμίξιμο με τη γυναίκα.
Και σε ένα άλλο σημείο:
Κανείς ποτέ δε βρήκε αντίδοτο να μας φυλάει
απ’ τις κακές γυναίκες: τέτοιο βάσανο είναι οι γυναίκες!
Και πάλι ο Ευριπίδης:
Πάντα οι γυναίκες στέκουν εμπόδιο στην ευτυχία
των ανδρών, πάντα ζημιά τους κάνουν.
Ή ο Μένανδρος:
Τρία κακά υπάρχουν: η θάλασσα, η φωτιά και η γυναίκα.
Σε ένα άλλο σημείο:
Φορτίο δεινών είν’ η γυναίκα για τον άνδρα.
Ο ίδιος:
Ένας μπελάς, που πάντα μας ακολουθεί αυτό είναι η γυναίκα.
Ο ίδιος κάπου άλλου:
Απ’ τις γυναίκες μοναχά κρατούν τα βάσανα όλα, όλα τα κακά.
Και συνοψίζοντας:
Όπου είναι γυναίκες εκεί είν’ όλα τα κακά μαζί!
Στην ελληνική ανθολογία (Παράρτημα ΙΙΙ, 192):
Αλλά το πρώτο απ’ όλα τα δεινά είν’ η γυναίκα…
Ο Ησίοδος λέει:
Έτσι ο Δίας έστειλε στους άνδρες τις γυναίκες
σαν επιδημία, γεμάτες σχέδια ύπουλα.
Και ο Σημωνίδης:
Το μόνο που ξέρουν είναι να ντερλικώνουν,
γι’ αυτό είναι για τους άνδρες ο μεγαλύτερος μπελάς.
Σαν έμμονη ιδέα επανέρχεται κάθε τόσο η κατηγορία ότι οι γυναίκες είναι ανίκανες να κάνουν κάποια πράξη καλή. Ο Ευριπίδης βάζει μια γυναίκα να λέει για το ίδιο της το φύλο:
Εμείς οι γυναίκες δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ανώτερο,
αλλά το κακό με πονηρία περισσή κι εύκολα το κάνουμε.
Ή:
…γεννηθήκαμε
και γυναίκες, που αν στα καλά μας είμαστε αδέξιες,
στο κακό είμαστε άφταστες μαστόρισσες!
O Σωκράτης συνήθιζε να λέει ότι ευγνωμονούσε τη μοίρα για τρεις λόγους: Πρώτον, επειδή γεννήθηκε άνθρωπος και όχι ζώο. Δεύτερον, επειδή γεννήθηκε άνδρας και όχι γυναίκα. Και τρίτον, επειδή ήταν Έλληνας και όχι βάρβαρος (FGH II, 334, 1 από το schol. Aristoph. pax 363˙ πρόσθετες μαρτυρίες στον Müller). Τέλος, για τώρα, ο Έρμιππος αναφέρει ότι το ίδιο έλεγε και ο Θαλής, ο πρώτος Ίωνας φυσικός φιλόσοφος, γύρω στο 600 π.Χ.
μέρος Ι
Ernest Borneman, Η Πατριαρχία (Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος),
μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, α’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001
μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, α’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001
Comments
Post a Comment