Skip to main content

Η πατριαρχία και η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα (γ)



Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς θεωρούσε ανθρώπους μόνο τους άνδρες. Ο ρήτορας Αριστείδης θεωρούσε πως η γυναίκα είναι από κάθε άποψη ατελέστερη από τον άνδρα. Ο Αριστοτέλης την έβλεπε ως ατελή οργανισμό, ως ημιτελή, ανολοκλήρωτο άνθρωπο. Ο Φίλων έλεγε ότι από τη φύση της είναι υποτακτική και «προορισμένη μάλλον για να πάσχει παρά να ενεργεί».
Ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να διερωτηθεί ποιος είναι γενικά πιο λογικός, ο άνδρας ή η γυναίκα, και φυσικά η απάντηση είναι υπέρ του άνδρα. Ο Πλάτων επίσης θεωρεί το γυναικείο φύλο ασθενέστερο και πολύ πιο επίβουλο από το ανδρικό. Από αυτό ο γιατρός Ιπποκράτης συμπεραίνει: «Η γυναίκα χρειάζεται έναν σωφρονιστή, γιατί από τη φύση της έχει μέσα της την αχαλινωσία, που, αν δεν ξεριζώνεται κάθε μέρα σαν τα δένδρα, θα φουντώσει σαν αγριοβότανο». Παρόμοια και ο κωμωδιογράφος Πλάτων χαρακτηρίζει τη γυναίκα «κολασμένη και αχαλίνωτη ψυχή».
Οι φυσιογνώμονες, που ισχυρίζονταν πως μπορούσαν να διαβάσουν το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου από το πρόσωπό του, τις χειρονομίες και τις κινήσεις του, έλεγαν για τον άνδρα τα εξής: «Είναι ορμητικός, επιθετικός, ανεξίκακος, ευθαρσής, ευθύς, δεν αποχαυνώνεται, δεν ξεγελιέται από πονηριές και κατεργαριές, επιδιώκει τη νίκη με την αξία του και είναι μεγαλόψυχος». Τη γυναίκα αντίθετα την περιέγραφαν ως εξής: «Είναι στο χαρακτήρα πανούργα, ευέξαπτη, μισαλλόδοξη, αλλά και… φθονερή, ανίκανη να τα βγάλει πέρα με αντιξοότητες, …δόλια, πικρόχολη, άμυαλη, επιπόλαιη και δειλή». Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι γυναίκες είναι νωθρότερες από τους άνδρες, πιο δυσκίνητες, αλλά πιο εύπιστες, αποθαρρύνονται και απελπίζονται ευκολότερα, έχουν μεγαλύτερη τάση να βάζουν τα κλάματα, είναι πιο γκρινιάρες, πιο ζηλιάρες, συγχωρούν δυσκολότερα και κοροιδεύουν ευκολότερα, είναι πιο ψεύτρες, πιο αδιάντροπες και πιο εριστικές από τους άνδρες. Ο Σημωνίδης ο Αμοργινός έλεγε ότι η γυναίκα είναι πονηρή σαν την αλεπού, περίεργη και αναιδής σαν τη σκύλα, άστατη και αναξιόπιστη σαν τη θάλασσα, λάγνα και έτοιμη να δοθεί στον καθένα σαν τη γαϊδούρα, κλέφτρα και φιλήδονη σαν τη γάτα, ματαιόδοξη σαν τη φοράδα.
Για καθένα από αυτά τα ελαττώματα που προσάπτονται στη Ελληνίδα βρίσκεται και ένας Έλληνας ως μάρτυρας. Ο Πολέμων χαρακτηρίζει τις γυναίκες «αναιδείς, πονηρές, άπιστες και ύπουλες».

Ο Μένανδρος παραπονιέται:

Πόσο άπιστη είναι η φύση της γυναίκας !
Ανάλογα πράγματα λέει και ο Αντιφάνης:
Μόνο σε ένα εμπιστεύομαι τη γυναίκα:
πως σαν πεθάνει δεν θα ξαναζήσει.
Σε τίποτα άλλο δεν της έχω εμπιστοσύνη, ώσπου να πεθάνει.

Και σε άλλο σημείο
:

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι τη ζωή σου σε γυναίκα !

Και επίσης:

Πίστη απ’ τις γυναίκες δεν θα δεις ποτέ !

Αλλά και παλιότερα ο Ησίοδος έλεγε:
Όποιος εμπιστεύεται γυναίκα, δείχνει εμπιστοσύνη στο ληστή.
Ο Αριστοφάνης λέει: «Δεν υπάρχει στη γη φάρα τόσο ξετσίπωτη από όσο οι γυναίκες». Ένας άλλος κωμωδός, ο Άλεξις, λέει το εξής σχετικό: «Δεν υπάρχει πιο ξετσίπωτο ζώο από τη γυναίκα».
Συχνά  γυναίκα ψέγεται για τη ζηλοφθονία της, όπως π.χ. από τον Μένανδρο: «Η ζήλεια της γυναίκας βάζει φωτιά στο σπίτι». Ακόμα και η συμπεριφορά των θεαινών (θεές Ολύμπιες και μη) χαρακτηρίζεται από τη ζήλεια. Η Κόρη, η γυναίκα του Άδη-Πλούτωνα, ποδοπατά από ζήλεια την ερωμένη του Μίνθη, που ο Πλούτων, για να την κρύψει, την είχε μεταμορφώσει στο ομώνυμο φυτό. Η Οινώνη, πρώην ερωμένη του Πάρι, τον ανασταίνει, αλλά τον ξαναφήνει αμέσως να πεθάνει, όταν αυτός ξυπνώντας ψιθυρίζει το όνομα της Ελένης. Η Ινώ τρελαίνεται από τη ζήλεια της για τη σκλάβα Αντιφέρα και παίρνει στο λαιμό της τον ίδιο της το γιο.
Όταν μαθαίνουμε ότι οι Έλληνες δε θεωρούσαν τη γυναίκα ούτε καν ελκυστική, παρά αντίθετα απωθητική, άσχημη και βρόμικη, είναι φυσιολογικό να διερωτηθούμε γιατί τάχα την χρειάζονταν ως ερωτική τους σύντροφο. «Άσχημη σαν μαϊμού, βρόμικη σαν γουρούνα», χαρακτήριζε την Ελληνίδα ο Σημωνίδης (ποιητής, 7ος αιώνας π.Χ.) ο Αμοργινός. «Χρυσωμένη βρόμα και ακαθαρσία –να τι είναι η γυναίκα !» είπε ο Μένανδρος. Ο Ιππίας (τύραννος, 6ος αιώνας π.Χ. και γιος του Πεισίστρατου) αποκαλεί τη γυναίκα «βόθρο», «δειχνομούνα», «καυλοσείστρα». Αυτή η βαθύτατα μισογυνική τάση των αρχαίων Ελλήνων, και όχι η έλλειψη καθαριότητας της Ελληνίδας, μας εξηγεί και τη λέξη κίκκη, που σήμαινε την υποτιθέμενη δυσωδία των γυναικείων γεννητικών οργάνων.
Ο Καρκίνος (ποιητής, 5ος αιώνας π.Χ.), όπως τόσο συχνά, κερδίζει το πρώτο βραβείο, συνοψίζοντας (Αποσπ. ΙΙΙ, Ν 3):
Ώ Δία, τι χρειάζονται άλλες βρισιές για τις γυναίκες;
Πέρα για πέρα είν’ αρκετή η ίδια η λέξη «γυναίκα» !

Ο Ησίοδος (703 κε.) προειδοποιεί τους ομόφυλούς του να αποφεύγουν τις γυναίκες που «στραγγίζουνε» τον άνδρα και τον παραδίνουν σε θλιβερά γεράματα»: «Μέτρο κανένα δεν γνωρίζουν, σε όλα είναι άσωτες, κι έτσι μοιάζουν με τους κηφήνες, που δεν κάνουν καμία δουλειά παρά κατεβάζουν στην κοιλιά τους των άλλων τον μόχθο… Όποιος λοιπόν γλυτώνει από το γάμο και τα αισχρά έργα των γυναικών, αυτός σώζει το βιός του. Αλλά όποιος παίρνει ένα πλάσμα τόσο βλαβερό, αυτού η ζωή γίνεται μαρτύριο αδιάκοπο και τα βάσανα είναι αβάστακτα» (591-612).
Όταν ο Έλληνας κατηγορούσε έτσι τη γυναίκα για απληστία και σπατάλη, δεν του περνούσε ποτέ από το μυαλό  ότι αυτό που της καταλόγιζε ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομικής κηδεμόνευσης στην οποία την είχε καταδικάσει. Όταν ο Μένανδρος λέει: «Η γυναίκα σε κολακεύει μόνο και μόνο για να σου πάρει κάτι», κάθε Ελληνίδα του καιρού του, παντρεμένη, σκλάβα ή εταίρα, θα μπορούσε με το δίκιο της να τον ρωτήσει: «Πως αλλιώς να συντηρηθώ; Ποια άλλη δυνατότητα μου δίνετε; Και όταν ο Μένανδρος, σε ένα άλλο σημείο, λέει: «Η γυναίκα μπορεί να εξανεμίσει ακόμα και μια μεγάλη περιουσία», μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ρωτήσει: «Για ποιο σκοπό αποκτάς την περιουσία σου, αν δεν θέλεις να την ξοδέψεις με αυτόν που ποθείς; Αν όμως δεν ποθείς τη γυναίκα, δεν έχεις λόγο να παραπονιέσαι για αυτήν»

Η αντίληψη ότι η γυναίκα είναι «άχρηστη» θα ήταν διασκεδαστική, αν δεν ήταν θλιβερή. Ο Μένανδρος λέει
:
…κι όφελος κανένα δεν λέει να φέρει η γυναίκα.
Και ο Ευριπίδης:
Γιατί τέτοια φύτρα ούτε τη γη θρέφει ούτε τον ωκεανό.

Το γεγονός ότι ο Έλληνας είχε στερήσει τη γυναίκα από τη χρησιμότητα της, κατακερματίζοντας την αλλοτινή της ενότητα ως μητέρας, συνεργάτισσάς του και ερωμένης και υποβιβάζοντας άλλες γυναίκες σε αναπαραγωγικά ζώα ή υπηρέτριες και άλλες σε πόρνες ή εταίρες, αυτό το γεγονός το είχε απωθήσει τόσο τέλεια από τη συνείδηση του, ώστε έφτανε στο σημείο να θεωρεί την αχρηστία, στην οποία ο ίδιος είχε καταδικάσει τη γυναίκα, ένα είδος κληρονομικού ελαττώματος. Ελάχιστοι Έλληνες κατόρθωσαν να διακρίνουν αυτή την αλήθεια. Ο Ευριπίδης τη πλησίασε για ΜΙΑ και μοναδική φορά στους παρακάτω αριστουργηματικούς στίχους από τη Μήδεια:

Απ’ όλα πόχουνε ψυχή και γνώση,
εμείς οι γυναίκες, είμαστε το πλάσμα
το πιο άθλιο. Με χρήματα περίσσια,
πρώτη χρεία ν’ αγοράσουμε τον άνδρα
και να βάλουμε αφέντη στο κορμί μας˙
το ένα κακό χειρότερο από τ’ άλλο !
…………………………………………………………
Ο άνδρας δε, σα βαρεθεί το σπίτι
έξω πάει τη σκάση του να γιάνει
με συνανάθρορο μαζί ή με φίλο˙
όμως εμείς σε μια ψυχή τα μάτια
πρέπει να τα βαστούμε καρφωμένα.
(Μετάφραση Παντ. Πρεβελάκη)

Ernest Borneman, Η Πατριαρχία (Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος),
μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, α’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001




Comments

Popular posts from this blog

Συνέντευξη του Ernest Borneman η οποία δημοσιεύτηκε το 1979 στο τεύχος 19 του περιοδικού Vorgänge [pdf]

Με τις ερωτήσεις που απάντησα σε εκείνη την συνέντευξη θα τελειώσω αυτή την αναδρομή στα χρόνια που πέρασαν από την πρώτη έκδοση της Πατριαρχίας. Ernest Borneman Το pdf είναι στο παρακάτω link: Συνέντευξη

Ο Γάμος στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία

Το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν ταξικό δίκαιο. Ο φοιτητής της νομικής που μαθαίνει ότι στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν τέσσερις διαφορετικές μορφές γάμου, τα χάνει με αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο, ώσπου να ανακαλύψει – πράγμα όμως που δεν αναφέρεται σε κανένα αστικό εγχειρίδιο για το ρωμαϊκό δίκαιο – ότι καθεμιά από αυτές τις τέσσερις μορφές ήταν ένα σύνολο από γαμήλια έθιμα που γ εννήθηκαν μέσα σε μια ορισμένη τάξη, υιοθετήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων από άλλες τάξεις και έτσι συγκαλύφθηκε η ταξική τους προέλευση.   Ως τον 5ο αιώνα π.Χ., ο γάμος στη Ρώμη ήταν έγκυρος μόνο αν γινόταν ανάμεσα σε μέλη της άρχουσας τάξης. Για ένα πατρίκιο, οι γάμοι με μέλη κατώτερων τάξεων ήταν κάτι αδιανόητο, γιατί οι τάξεις αυτές δεν εκπλήρωναν καμία από τις τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις: να έχουν γη, γενεαλογικό δένδρο και προστάτιδα θεότητα. Αυτό απέκλειε το γάμο από έρωτα, και μάλιστα όχι μόνο ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους, αλλά και ανάμεσα σε μέλη της ίδιας της πατρικιακής τάξης. Γιατί, σύμφωνα με τη...

Οικογένεια σημαίνει δουλεία

 Παράδειγμα μητρογραμμικής γενοταγούς κοινότητας (Machiguenga people, Eastern Cuzco, Peru) Οι αφηγήσεις για τους μυθικούς βασιλιάδες της παλιάς Ρώμης φανερώνουν ολοκάθαρα τη μητριστική προέλευση του ρωμαϊκού κράτους και το σταδιακό ξήλωμα της μητριστικής κοινωνίας από τους εκπροσώπους της πατριαρχίας, τους πατρίκιους, αυτούς qui patres scire possunt , «που ξέρουν τους πατεράδες τους», δηλαδή τους άνδρες εκείνους που για πρώτη φορά ανήγαγαν την καταγωγή τους στους πατεράδες τους, αντί στις μανάδες τους, όπως ήταν η συνήθεια ως τότε. Αλλά δεν πρέπει να φανταστούμε το πέρασμα από το μητρικό στο πατρικό δίκαιο σαν μια μετάλλαξη˙ ήταν μια αργή διαδικασία, όπου τα συστήματα συνυπήρχαν πλάι πλάι για αιώνες, χωρίς οι άνθρωποι να συνειδητοποιούν πάντα την αντίφαση που υπήρχε ανάμεσά τους. Το σημαντικότερο βήμα σ’ αυτή τη μακριά πορεία ήταν η μετατροπή του γένους σε οικογένεια. Παρακολουθήσαμε αυτό το βήμα και στους Έλληνες. Αλλά στους Ρωμαίους αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού...