Το γεγονός ότι ο Έλληνας είχε στερήσει τη γυναίκα από τη χρησιμότητά της, κατακερματίζοντας την αλλοτινή της ενότητα ως μητέρας, συνεργάτισσας του και ερωμένης και υποβαθμίζοντας άλλες γυναίκες σε αναπαραγωγικά ζώα ή υπηρέτριες και άλλες σε πόρνες και εταίρες, αυτό το γεγονός το είχε απωθήσει τόσο τέλεια στη συνείδηση του, ώστε έφτανε στο σημείο να θεωρεί την αχρηστία, στην οποία ο ίδιος είχε καταδικάσει τη γυναίκα, ένα είδος κληρονομικού ελαττώματος. Ελάχιστοι Έλληνες κατόρθωσαν να διακρίνουν αυτή την αλήθεια. Ο Ευριπίδης την πλησίασε για μια και μοναδική φορά στους παρακάτω αριστουργηματικούς στίχους από τη Μήδεια: Απ’ όλα που’ χουνε ψυχή και γνώση, εμείς, γυναίκες, είμαστε το πλάσμα το πιο άθλιο. Με χρήματα περίσσια, πρώτη χρεία να’ γοράσουμε τον άντρα και να βάλουμε αφέντη στο κορμί μας˙ το ένα κακό χειρότερο από τ’ άλλο ! …………………………………………… Ο άντρας δα, σα βαρεθεί το σπίτι, έξω πάει τη σκάση του να γιάνει με συνανάθροφο μαζί ή με φίλο˙ όμως εμείς σ...
Ένα βοήθημα μνήμης, για όλες και όλους εκείνους που ξέχασαν ή απώθησαν από τη συνείδηση τους το παρεθλόν. Για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τη σεξουαλική διπολικότητα, την ιδιοκτησία και την πατριαρχία.